Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Λεξιπενία ή ‘κειμενική δυσπραξία’;


Εδώ και μερικά χρόνια, λίγο αφότου καταργήθηκε η καθαρεύουσα, γίνεται πάρα πολύς λόγος για τη ‘μάστιγα’ της λεξιπενίας, από την οποία υποτίθεται πως ‘πάσχει’ και η νεολαία μας. Σήμερα λοιπόν θα εξετάσουμε, τι ακριβώς είναι λεξιπενία, ποιοι (δεν) πάσχουν από αυτήν και αν πρέπει να ανησυχούμε.

Τι είναι ‘λεξιπενία’; Είναι γνωστή και ως ‘αφασία’ (όχι με την κλινική έννοια), ‘αλαλία’ και ‘αγλωσσία’. Πρέπει να αποτελεί σημαντικό γλωσσικό πρόβλημα, τουλάχιστον εάν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι παρακίνησε το Υπουργείο Παιδείας της Ελλάδας να προχωρήσει προ διετίας στην ενίσχυση του μαθήματος των Αρχαίων. Έτσι, στις 2 Νοεμβρίου 2004, σύμφωνα με την εφημερίδα ‘Καθημερινή’ η Υπουργός δηλώνει ότι
«η ωφέλεια από την ενίσχυση των παρεχομένων γνώσεων της Aρχαίας Eλληνικής Γλώσσας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση θα είναι σημαντική στη χρήση της καθομιλουμένης, καθώς αποτελεί καθημερινή πλέον διαπίστωση η μη ορθή χρήση της γλώσσας, οι αδυναμίες στην έκφραση και η λεξιπενία».
Ασχέτως με το κατά πόσον η συγκεκριμένη εκπαιδευτική πολιτική είναι σκόπιμη ή χρήσιμη, αντιλαμβανόμαστε αμέσως πως η λεξιπενία πρέπει να αποτελεί σημαντικό πρόβλημα, αφού γίνεται αιτία κυβερνητικής δράσης.

Τι είναι όμως ‘λεξιπενία’; Σίγουρα όχι η χρήση της (νεανικής) αργκό, η οποία διακρίνεται από πολλά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη δημιουργική φύση του γλωσσικού φαινομένου: εκμετάλλευση των μηχανισμών παραγωγής της γλώσσας για τη δημιουργία νέων λέξεων (π.χ. ‘πρήχτης’ από – τη μεταφορική έννοια του – ‘πρήζω’), νεολογισμούς και, όπως διαπιστώνει η Σταυρούλα Τσιπλάκου του Πανεπιστημίου Κύπρου, ακόμα και υπερδιαλεκτισμό: στροφή σε τοπικές διαλέκτους από τις οποίες αντλούνται (και αναβιώνονται) λεξιλογικά και μορφολογικά στοιχεία. Άλλωστε, όπως επισημαίνει και ο Γιάννης Βελούδης στο κεφάλαιο 7 του βιβλίου ‘Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα’ – ένα βιβλίο που κατά τη γνώμη μου δεν πρέπει να λείπει από τη βιβλιοθήκη κανενός φιλόγλωσσου ή ελληνοδίφη – η νεανική αργκό,
«[μ]ια ποικιλία της γλώσσας με όλα τα χαρακτηριστικά του εφήμερου, περιορισμένη τοπικά (νεανικές παρέες, νεανικά περιοδικά) και χρονικά (μικρές σχετικά ηλικίες), θεωρείται αυθαίρετα ως η μοναδική ποικιλία της ελληνικής που γνωρίζουν οι νέοι / νέες: [νεανική αργκό] = η ελληνική των νέων! Άραγε με αυτήν την ποικιλία γράφουν στις εξετάσεις τους για το πανεπιστήμιο ή απευθύνονται προς έναν ηλικιωμένο (εκτός αν για δικούς τους – μη γλωσσικούς, πάντως – λόγους θέλουν να προκαλέσουν); Προφανώς όχι. Το φαινόμενο είναι διαχρονικό, αλλά και διαγλωσσικό, απαντάται δηλαδή σήμερα, όπως και παλιότερα, σε πολλές γλώσσες.»
Σίγουρα λοιπόν η παράλληλη χρήση μιας υποποικιλίας, μιας αργκό, από μια κοινωνική ομάδα όπως οι νέοι κάθε άλλο παρά λεξιπενία σηματοδοτεί. Επιπλέον, όπως υπαινίσσεται και ο Βελούδης, οι νέοι κάποτε μεγαλώνουν και (για να το θέσω κάπως γλυκερά) μεγάλο μέρος της αργκό τους σβήνει με τα νιάτα τους: τώρα ποιος θυμάται πια τα ‘γράμματα, χασάπη!’, ‘σκίζει χασέδες’, ‘λιμοκοντόρος’, ή το κάποτε πανταχού παρόν ‘βασικά’;

Ενδεχομένως λοιπόν ο όρος λεξιπενία θα ήταν ακριβέστερο να νοηθεί ως η γνώση ενός περιορισμένου λεξιλογίου, όταν δηλαδή κάποιος γνωρίζει λιγότερες λέξεις από όσες η ηλικία του ή το μορφωτικό επίπεδό του θα του επέτρεπαν. Εδώ πρέπει να κάνουμε μια μικρή στάση και να ρίξουμε μια ματιά σε κάποια βασικά στοιχεία σχετικά με την ικανότητα του ανθρώπου να μαθαίνει και να γνωρίζει λέξεις. Λέξεις συνεχίζουμε να μαθαίνουμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Ωστόσο, ένα παιδί μαθαίνει καθημερινά πολύ περισσότερες λέξεις από μια ενήλικη στα 35 της, για παράδειγμα, αφού η ενήλικη ήδη γνωρίζει σχεδόν όλες τις λέξεις που απαντά. Υπολογίζεται πως ένας αναλφάβητος ενήλικος ξέρει περί τις 40.000 λέξεις, ενώ ένας κάτοχος πανεπιστημιακού τίτλου μπορεί να φτάσει να γνωρίζει μέχρι και 120.000 λέξεις. Αυτό το επιπλέον λεξιλόγιο των 80.000 λέξεων μαθαίνεται κυρίως μέσω βιβλίων, αποτελείται δε από ορολογία τεχνικού ή πάρα πολύ εξειδικευμένου χαρακτήρα (λ.χ. ‘χωροδικτύωμα’, ‘εφεσιβάλλω’, ‘σερβάλ’, ‘συνεφαπτομένη’, ‘εργαστικός’, ‘στροβιλορόδακας’ κ.ο.κ.) και η συντριπτική πλειοψηφία του χρησιμοποιείται σπανιότατα. Μάλιστα, όπως το λεξιλόγιο των 40.000 λέξεων στις δικές μας κοινωνίες περιλαμβάνει ορολογία απαραίτητη για την επιβίωση μας (‘φρενάρω’, ‘δάνειο’, ‘σιδερώνω’, ‘διαζύγιο’, ‘μόνωση’ κτλ.), έτσι και σε μια κοινωνία τροφοσυλλεκτών απαρτίζεται από ορολογία απαραίτητη για την επιβίωση στην ύπαιθρο και τη διαβίωση στις κατά τόπους κοινωνίες. Περιλαμβάνει, λόγου χάρη, ονόματα για είδη και υποείδη φυτών και ζώων των οποίων αγνοούμε την ίδια την ύπαρξη όσοι ζούμε σε αγροτικές και βιομηχανικές κοινωνίες... Από τα παραπάνω προκύπτει πως, ναι, αν κάποιος δεν ξέρει τη λέξη ‘θερμοσκληρυνόμενος’ είναι λιγότερο ευρυμαθής από κάποιον που την ξέρει. Το ζήτημα όμως εν προκειμένω δεν είναι γλωσσικό, είναι ζήτημα παιδείας, και θα επανέρθουμε σε αυτό παρακάτω.

Ας υποθέσουμε πως αντιλαμβανόμαστε τη λεξιπενία όχι σε σχέση με τον αριθμό των λέξεων που γνωρίζουμε, αλλά σε σχέση με τον αριθμό των λέξεων που χρησιμοποιούμε καθημερινά. Σε αυτή την περίπτωση, φωνές όπως αυτές που διατείνονται ότι χρησιμοποιούμε 300 ή 500 ή 900 μόνο λέξεις γίνονται κατά τι πειστικότερες. Όχι όμως ιδιαιτέρως πειστικότερες, γιατί η χρήση τριακοσίων, πεντακοσίων ή περισσότερων λέξεων εξαρτάται πρωτίστως από το τι έχουμε να συζητήσουμε και με πόσους συνομιλητές. Εξαρτάται δηλαδή από το πόσο μιλάμε καθημερινά και για τι είδους θέματα. Αν η καθημερινή επικοινωνία μας εξαντλείται σε ένα μίνιμουμ επικοινωνίας, το λεξιλόγιο σε χρήση θα είναι μικρό. Αν υπάρχει ανάγκη να επιχειρηματολογήσουμε, έστω και για απλά θέματα, όπως στην περίπτωση μιας οικογενειακής ή ερωτικής διαφωνίας, φρονώ πως το λεξιλόγιο σε χρήση θα είναι εκτενές. Εδώ ακριβώς πρέπει να προσέξουμε πολύ καλά το εξής: η αγωνία και η υπερβολική προσοχή για το πόσες λέξεις χρησιμοποιούνται καθημερινά στην επικοινωνία ξεκινάει ίσως και από την αδυναμία μας να κάνουμε τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ γλωσσικής χρήσης / πραγμάτωσης (performance) και γλωσσικής ικανότητας / ‘γνώσης’ (competence). Με άλλα λόγια, η χρήση της γλώσσας δεν ταυτίζεται με την ίδια τη γλώσσα: η γλωσσική πραγμάτωση δεν αποτελεί ούτε παράγοντα επηρεασμού ούτε και πρόκριμα αξιολόγησης της γλωσσικής μας ικανότητας. Άλλωστε, αν η (περιορισμένη) γλωσσική πραγμάτωση ήταν ισομερής ή ανάλογη της γλωσσικής μας ικανότητας, τότε οι λιγομίλητοι και οι εκ φύσεως σιωπηλοί θα κατάσσονταν εξ ορισμού στους λεξιπένητες...

Παρότι έχουμε εξαντλήσει τρεις πιθανούς ορισμούς της ‘λεξιπενίας’, έχοντας βρει και τους τρεις λειψούς ή και εντελώς κενούς, ας είμαστε ελαστικοί και ας εικάσουμε πως, ενδεχομένως η λεξιπενία να μην αναφέρεται τελικά στον αριθμό των λέξεων που γνωρίζουμε αλλά στο κατά πόσον χρησιμοποιούνται «ορθά». Εδώ ας γίνουμε λίγο πιο συγκεκριμένοι. Σε δημοσίευμα πάλι της ‘Καθημερινής’ (27 Μαΐου 2006) παρουσιάζονται κάποια αποτελέσματα έρευνας σε εξέλιξη της Άλκηστης Βερέβη για την απόδοση των μαθητών στα ελληνικά σχολεία. Ανάμεσα στα άλλα διαβάζουμε ότι τα παιδιά κάνουν λάθη όπως «άνθρωποι που αντικρούουν τη μόδα», αντί του αναμενόμενου ‘απορρίπτουν’, ή ότι αποδίδουν την έννοια του ακαλαίσθητου ως «κακαίσθητο». Ένας γλωσσολόγος αμέσως διακρίνει εδώ πως η γλωσσική ικανότητα των παιδιών που (συστηματικά και μετά από σκέψη, να υποθέσω, και όχι εκ παραδρομής) κάνουν τέτοια λάθη είναι φυσιολογικότατη: επέκτειναν τη σημασία του ‘αντικρούω’, ενώ σχημάτισαν το αδόκιμο αλλά γραμματικό ‘κακαίσθητος’ για να αποδώσουν μία έννοια για την οποία δεν έβρισκαν την κατάλληλη λέξη. Ένας παιδαγωγός όμως θα διακρίνει την αποτυχία του γλωσσικού μαθήματος να διδάξει λεξιλόγιο στο παιδί – άλλωστε στέλνουμε τα παιδιά σχολείο ακριβώς και για να μην αρκούνται στο λεξιλόγιο των 40.000 λέξεων που έχει στη διαθεσή του ένας αναλφάβητος. Αλλού στην παραπάνω έρευνα διαβάζουμε πως τα παιδιά δε δύνανται να συνθέσουν μία συνεκτική παράγραφο με λογικό ειρμό και συνοχή. Επιπλέον, είναι κοινό μυστικό στον χώρο της εκπαίδευσης ότι οι μαθητές αδυνατούν να ανταπεξέλθουν σε προφορικά και γραπτά γλωσσικά τεστ και ότι εν πολλοίς αγνοούν τη διαφορά μεταξύ κειμενικών ειδών. Το αποτέλεσμα φαίνεται να είναι το εξής: ό,τι και να γράψουν (είτε πρόκειται για έκθεση πάνω στα «κακά του καταναλωτισμού», είτε για επιστολή διαμαρτυρίας, είτε για αίτηση έκδοσης ταυτότητας) διέπεται από ψευδοτυχαία ή συνειρμική δομή και κοσμείται με ξύλινη γλώσσα.

Άρα δεν έχουμε προβλήματα λεξιπενίας, παρά προβλήματα γραμματισμού, δηλαδή επιτυχούς και δόκιμης χρήσης της, γραπτής κυρίως, γλώσσας για την παραγωγή επικοινωνιακά κατάλληλων κειμένων. Το πρόβλημα λοιπόν δε βρίσκεται στη γλώσσα, παρά στο κατά πόσο προετοιμάζουμε τους νέους να αναγνωρίζουν, να αναγινώσκουν και να παράγουν το σωστό κείμενο για την κατάλληλη επικοινωνιακή ανάγκη. Αναφέρομαι τελικά στο κατά πόσον μπορεί κάποιος να εκφράσει τη σκέψη του με τον επικοινωνιακά βέλτιστο τρόπο. Αυτός (πρέπει να) είναι ένας από τους στόχους του γλωσσικού μαθήματος στο σχολείο.

Άρα, τα καλά νέα είναι ότι δεν υπάρχει πρόβλημα λεξιπενίας και ότι η γλωσσική ικανότητα όλων όσων δεν έχουν κάποιου είδους κλινική διαταραχή είναι σε άριστη κατάσταση. Τα λιγότερο ευχάριστα νέα είναι ότι το σχολείο μας δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα γραμματισμού στους νέους, στερώντας τους εν πολλοίς τη δυνατότητα να εκφράζονται επιτυχώς μέσα από τη δημιουργία κατάλληλων γραπτών και προφορικών κειμένων. Τέλος, τα άσχημα νέα είναι ότι το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας (άρα και των Ελληνοκυπρίων) πάσχει: ερευνητικό έργο υπό τη Μαρία Τζάνη, το οποίο μελέτησε την απογοητευτική απόδοση των μαθητών στα μαθηματικά, στη γλώσσα και σε άλλα μαθήματα, κατέληξε στα εξής εύγλωττα συμπεράσματα, τα οποία παραθέτω αυτολεξεί:
«Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας, τόσο στη Γλώσσα όσο και στα Μαθηματικά, μας οδηγούν στη διαπίστωση της ανάγκης αλλαγής της Διδακτικής Μεθοδολογίας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Μεθοδολογία που δεν έχει στόχο τη διέγερση και την καλλιέργεια για ανάπτυξη της ενδιάθετης γνωστικής ικανότητας του αναπτυσσομένου παιδιού είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και καταντά τη μάθηση training και όχι αυθεντική εκπαίδευση. Μέθοδος που δεν εκμεταλλεύεται τη φυσική, ενστικτική επιθυμία του ανθρωπίνου πλάσματος για να μαθαίνει, ανατροφοδοτεί περισσότερο την μηχανική πρόσκτηση δεξιοτήτων παρά την ποιοτική εκπαίδευση.»
Ευθ. Φοίβου Παναγιωτίδη από τον τύπο
[Δημοσιεύτηκε στον κυριακάτικο Πολίτη της 29ης Οκτωβρίου 2006] epanagiotidis.blogspot.com