Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

Πώς η Ελλάδα μπήκε στο στόχαστρο των αγορών (ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ!)

Ήταν Σεπτέμβριος του 2010 όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός προέβλεπε στην καθιερωμένη ομιλία του στη ΔΕΘ ότι η κυβέρνηση του δε θα χρειαζόταν να λάβει περαιτέρω μέτρα και πως αυτά που είχαν συμφωνηθεί στο πρώτο Μνημόνιο θα ήταν αρκετά: Δεν υπάρχουν νέα μέτρα.. 
 Υπάρχουν αυτά που αποτυπώνονται στη σύμβαση που έχουμε υπογράψει για τα 110 δισ. ευρώ με το μηχανισμό στήριξης. Δεν έχω ακούσει τίποτα για νέα περικοπή μισθού».

 Παράλληλα, απέκλειε την περίπτωση αναδιάρθρωσης, την περίπτωση απόλυσης δημοσίων υπαλλήλων, ενώ επέμενε ότι λεφτά υπήρχαν αλλά απουσίαζε η ικανότητα σωστής διαχείρισης τους, τονίζοντας πως η χώρα θα έβγαινε από το αδιέξοδο με τη βοήθεια του νέου φορολογικού συστήματος και μέχρι το 2013 το αργότερο θα αποδεσμευόταν από το Μνημόνιο και την Τρόικα.
«Λεφτά υπάρχουν, το θέμα είναι πού πάνε» … «το νέο φορολογικό σύστημα θα εφαρμοστεί άτεγκτα .. καθώς διευρύνεται η φορολογική βάση» και «έτσι η χώρα θα πάει μπροστά». «Ένας σοσιαλιστής δεν θέλει να ταυτιστεί με εκείνους που είναι αναξιόχρεοι, η προηγούμενη κυβέρνηση ήταν. Οι θυσίες ήταν απαραίτητες για να μπορέσει η Ελλάδα να μπει στο δρόμο της σταθερότητας. Δεν υπάρχει θέμα απόλυσης δημοσίων υπαλλήλων». (τα Νέα, 12/09/10)

Διαβάζοντας κανείς το Μνημόνιο 1 προσεκτικά, διαπιστώνει ότι ο βασικός δημοσιονομικός και οικονομικός προγραμματισμός που περιλαμβάνεται σε αυτό αναφέρεται, πράγματι, στο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και σε καμία περίπτωση δεν γίνεται αναφορά στην ανάγκη υλοποίησης ενός προγράμματος λιτότητας με πολυετή προοπτική. Η Τρόικα και κατά κύριο λόγο το ΔΝΤ, το οποίο και ήταν το μόνο που είχε τη σχετική τεχνογνωσία, συνέταξε ένα πρόγραμμα το οποίο, όντως, φαινόταν να δεσμεύει την Ελλάδα για πολύ λίγο και να τη βοηθά να διαχειριστεί το χρέος της, να μειώσει θεαματικά τα ελλείμματα της και τελικά να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αγορών στις αρχές του 2012.

Στο Μνημόνιο 1 υπάρχουν μία σειρά προβλέψεων για την εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας, την πορεία των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του χρέους, της ανεργίας, της ανάπτυξης κλπ. Τίθενται σαφείς στόχοι και ζητούνται συγκεκριμένα μέτρα. Πράγματι, όπως ακριβώς υποστήριζε ο Πρωθυπουργός, πουθενά δε γίνεται αναφορά για την ανάγκη απόλυσης δεκάδων χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων, για το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης, για την πιθανότητα ανάγκης υπογραφής νέας δανειακής σύμβασης, για την υποχρέωση κατάργησης συντάξεων και για την περίπτωση απόλυτης οικονομικής εξαθλίωσης της Ελλάδας.

Οι προβλέψεις της Τρόικας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας όπως αποτυπώθηκαν στο Μνημόνιο 1 δεν επιβεβαιώθηκαν και τα πράγματα εξελίχτηκαν δραματικά χειρότερα με τους αξιωματούχους του ΔΝΤ, της ΕΕ και της ΕΚΤ να κατηγορούν την Ελλάδα για ελλιπή εφαρμογή των μέτρων. Μία πληθώρα στοιχείων, ωστόσο, φανερώνει πως η μεγαλύτερη ευθύνη της Ελλάδας δεν πηγάζει από το γεγονός ότι απέτυχε να εφαρμόσει τα μέτρα του Μνημονίου αλλά από το ότι συμφώνησε στην υπογραφή του ενώ ήταν μαθηματικά βέβαιο και προφανές πως όχι μόνο ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί αλλά ακόμη και αν μία στις 100 αυτό συνέβαινε δε υπήρχε η παραμικρή εγγύηση πως κάτι τέτοιο θα βοηθούσε, όντως, τη χώρα.

Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στον ελληνικό Τύπο στις 21 Απριλίου του 2010 (περιλαμβάνεται στο βιβλίο ‘Υπόθεση Ελληνική Κρίση – Περίεργες Συμπτώσεις” εκδόσεις Λιβάνη) είχα παραθέσει απόσπασμα από έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα η οποία είχε καταρτιστεί στις αρχές του 2008. Παραδόξως και σε αντίθεση με την μετέπειτα πρακτική του, σε αυτήν το ΔΝΤ έριχνε το βάρος για την ενδεχόμενη επιβράδυνση της ελληνικής οικονομίας στο διεθνές περιβάλλον και συμπεριλάμβανε στις προβλέψεις του παραμέτρους όπως η τιμή του πετρελαίου, το ισχυρό ευρώ, η χρηματοοικονομική κρίση, η τραπεζική κρίση και η διεθνής οικονομική κρίση.

Να τι έλεγε το ΔΝΤ στις αρχές του 2008 για την Ελλάδα: “Η αναμενόμενη επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος της Ελλάδας, οι υψηλότερες τιμές πετρελαίου, η χρηματοοικονομική αναταραχή, η σχετιζόμενη με όλα τα παραπάνω οικονομική επιβράδυνση των κυριότερων χωρών με τις οποίες συνεργάζεται οικονομικά και ένα δυνατότερο ευρώ θα βάλουν τροχοπέδη στις προοπτικές ανάπτυξης της. Το πιθανότερο είναι οι προβλέψεις μας για την ελληνική οικονομία να έχουν απόκλιση από τις πραγματικές εξελίξεις οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη επιδείνωση από την αναμενόμενη, απορρέουσα από τη διεθνή χρηματοοικονομική αναταραχή. Μία τέτοια επιμονή της διεθνούς κρίσης, μπορεί να οδηγήσει σε μείωση της ρευστότητας των τραπεζών, στην εξάρτηση τους από χρηματοδότηση και στον εξαναγκασμό τους να αναβάλλουν τα επιχειρηματικά τους πλάνα.”

Ωστόσο, όταν η Ελλάδα ανακοίνωσε το Φθινόπωρο του 2009 ότι το έλλειμμα της ήταν μεγαλύτερο από αυτό που μέχρι τότε είχε δημοσιευτεί, οι εκθέσεις του ΔΝΤ, της ΕΕ και της ΕΚΤ ανακάλυψαν ξαφνικά μόνο αμιγώς ελληνικά προβλήματα και εν μία νυκτί η Ελλάδα μετατράπηκε σε μόνη υπεύθυνη για την οικονομική της ταλαιπωρία, όταν στην πραγματικότητα ολόκληρος ο κόσμος βρισκόταν στη δύνη μίας δραματικής διεθνούς τραπεζικής και οικονομικής κρίσης, για την οποία, φυσικά, η Ελλάδα δεν είχε ευθύνη.

Σε πόσο δραματική κατάσταση βρισκόταν τελικά η χώρα πριν τη διεθνή κρίση του 2008; Μία σύντομη αναφορά της Τράπεζας Edmond De Rothschild το Σεπτέμβριο του 2011 ξαφνιάζει με την προσέγγιση της: “Η Ελλάδα αναπτύχθηκε με βάση ένα μοντέλο που επέτρεπε μεγάλα ελλείμματα ώστε να επιτευχθεί συνεχής ετήσια ανάπτυξη με την υπόθεση ότι τα μελλοντικά κέρδη θα χρησιμοποιούνταν για να ξεπληρωθεί το χρέος. Και αυτό πράγματι συνέβη για πολλά χρόνια: η χώρα αναπτύχθηκε με ρυθμούς 4-5% ετησίως και το 2008 έφτασε να έχει κατά κεφαλήν ΑΕΠ περίπου της τάξης των 34.000 δολαρίων, κάτι που την κατέτασσε στις 17 πλουσιότερες χώρες του κόσμου … Η διεθνής τραπεζική κρίση του 2008 άφησε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα σχεδόν αλώβητο καθώς οι ελληνικές τράπεζες δεν ήταν εκτεθειμένες σε τοξικά τιτλοποιημένα δάνεια … Η κρίση ρευστότητας έκανε τους πάντες πολύ πιο προσεκτικούς σε ποιους δανείζουν και αυτό βοήθησε της ελληνικές τράπεζες καθώς επειδή θεωρούνταν εξαιρετικά ισχυρές έγιναν αποδέκτες εισροής κεφαλαίων ύψους πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ.


Ήταν μόνο μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers που οι ελληνικές τράπεζες επλήγησαν από την παγκόσμια πιστωτική κρίση και για πρώτη φορά η εξάρτηση τους από την ΕΚΤ εκτοξεύτηκε στα ύψη και μόνο τότε που έλαβε χώρα η υποβάθμιση τους. Οι κατά κοινή ομολογία ισχυρές ελληνικές τράπεζες έπεσαν θύματα μίας κρίσης για την οποία δεν ήταν υπεύθυνες και βρέθηκαν να χρειάζονται εγγυήσεις από το ελληνικό κράτος, το οποίο, ωστόσο, βρισκόταν αντιμέτωπο με τη μεγαλύτερη διεθνή τραπεζική, χρηματιστηριακή, πιστωτική και οικονομική κρίση των τελευταίων 70 ετών.

Οι εξαιρετικά δυσμενείς οικονομικές διεθνείς συγκυρίες που αποτυπώνονται στις εκτιμήσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω όπως αυτές συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα στις αρχές του 2008 (πριν ακόμη, μάλιστα, η έκταση της κρίσης λάβει τις τερατώδεις διαστάσεις που πήρε στη διάρκεια εκείνου του έτους με αποκορύφωμα την κατάρρευση της Lehman) ήταν αυτές που οδήγησαν τις ισχυρότερες χώρες του κόσμου σεβαθιά ύφεση, δριμεία αύξηση των ελλειμμάτων τους και εκτίναξη του χρέους τους ως ποσοστό του ΑΕΠ τους.

Οι συγκυρίες αυτές που αποτυπώνονται σε πληθώρα εκθέσεων οικονομικών οργανισμών αλλά και αυτών του ΔΝΤ ξεχάστηκαν ξαφνικά από το Φθινόπωρο του 2009 ειδικά για την Ελλάδα και από εκεί και πέρα καμία από τις παραπάνω παραμέτρους δε συμπεριλήφθηκαν στις επόμενες εκθέσεις για τη χώρα ούτε φυσικά και στις εκτιμήσεις, τα σενάρια και τις προβλέψεις του ΔΝΤ στο Μνημόνιο 1 (ούτε βέβαια στο Μεσοπρόθεσμο ή το Μνημόνιο 2).

Χωρίς να υπάρχει καμία λογική εξήγηση γι’ αυτό, υιοθετήθηκε η άποψη πως το διεθνές περιβάλλον σταμάτησε να παίζει καταλυτικό ρόλο στην πορεία της ελληνικής οικονομίας και πως Ελλάδα ήταν αυτή που μπορούσε από μόνη της να κάνει όσα θα έπρεπε για να βγει από μία διεθνή κρίση. Ο μόνος, ίσως, τρόπος, όμως, που θα μπορούσε να ισχύσει κάτι τέτοιο, θα ήταν αν με κάποιο μαγικό τρόπο η Ελλάδα μεταφερόταν στον Άρη για όσο διάστημα θα υλοποιούσε τα μέτρα του Μνημονίου έτσι ώστε να ήταν προστατευμένη απ’ όσα αρνητικά είχαν ήδη συμβεί και συνέβησαν στη συνέχεια στη Γη.

Και ενώ η Ελλάδα θεωρήθηκε ικανή να επηρεάσει τις διεθνείς εξελίξεις και με μία πτώχευση της να απειλήσει ακόμη και με κατάρρευση το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και την ευρωζώνη, έπαψε να ομολογείται το αυτονόητο, ότι η επιδείνωση των διεθνών χρηματοοικονομικών, χρηματοπιστωτικών και οικονομικών συνθηκών ήταν αυτές που κατά κύριο λόγο είχαν επηρεάσει αρνητικά τα οικονομικά της χώρας, όπως είχαν επηρεάσει και τη συντριπτική πλειοψηφία των υπόλοιπων αναπτυγμένων κρατών.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό της διεθνούς ύφεσης η Ελλάδα χειρίστηκε με άκομψο και επικίνδυνο τρόπο την επικοινωνία του μηνύματος για τα αυξημένα δημοσιονομικά ελλείμματα με τον Πρωθυπουργό να πατά σε πολύ λεπτό πάγο όταν σόκαρε τις αγορές υποστηρίζοντας ότι η χώρα κινδύνευε με πτώχευση, για να δει τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων να απογειώνονται από το 4,4% στο 7% μέσα σε λίγους μήνες (και στο 11% στη συνέχεια), το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους να γίνεται, άξαφνα, απαγορευτικό, τις τραπεζικές καταθέσεις να μειώνονται δραματικά, τη χρηματιστηριακή αγορά να υπόκειται ένα άνευ προηγουμένου κραχ, την καταναλωτική και επενδυτική εμπιστοσύνη να καταρρακώνονται και τελικά την οικονομία να περνά στη μεγαλύτερη ύφεση από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Η μετέπειτα στροφή στο ΔΝΤ ήταν το δεύτερο εξαιρετικά μεγάλο ρίσκο που ανέλαβε η Ελλάδα, το οποίο πολλαπλασιάστηκε εκθετικά με τη δέσμευση της να υιοθετήσει εξωπραγματικούς δημοσιονομικούς στόχους, που έμελλαν να κάνουν τη χώρα να υποστεί τεράστιες θυσίες μόνο για να κατηγορηθεί πως δεν έκανε αρκετά και να υποχρεωθεί σε περισσότερο από ένα φάρμακο που είχε τόσες παρενέργειες και αντενδείξεις, ώστε κατέληγε να της προκαλεί περισσότερο κακό απ’ ότι καλό.

Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 04 Μαΐου του 2010, λίγο πριν την υπογραφή του Μνημονίου, είχα παρουσιάσει μία στατιστική μελέτη βασισμένη σε στοιχεία από παλαιότερες εκθέσεις του ΔΝΤ όπου φαινόταν ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι που είχε ζητήσει η Τρόικα να πετύχει η Ελλάδα δεν ήταν παρά ένα κυνήγι κατάκτησης ενός παγκόσμιου δημοσιονομικού ρεκόρ και ότι η αποτυχία υλοποίησης τους ήταν στατιστικά, σχεδόν, βέβαιη. Σε εκείνο το άρθρο μεταξύ άλλων αναφερόταν τα εξής:

 “ Η Ελλάδα, προκειμένου να εξασφαλίσει το πολυπόθητο δάνειο των 110 δις ευρώ, υποχρεώθηκε να προχωρήσει στην τελική συμφωνία για τη λήψη των μέτρων εκείνων που , σύμφωνα με το ΔΝΤ, θα οδηγήσουν στη μείωση του πρωτογενούς δημοσιονομικού της ελλείμματος (αυτού που δεν περιλαμβάνει τις πληρωμές τόκων) κατά 11% μέσα σε 3,5 χρόνια… Σύμφωνα με τα σχετικά στοιχεία του ΔΝΤ, στα τελευταία 40 χρόνια έχουν πραγματοποιηθεί, μεταξύ των αναπτυγμένων κρατών του κόσμου, 31 επιτυχημένες (σε διαφορετικό βαθμό η κάθε μία) προσπάθειες δραστικής μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, πάντα με την υιοθέτηση, μεταξύ άλλων και μέτρων ‘δημοσιονομικής πειθαρχίας’. 

Ο μέσος όρος της μείωσης του πρωτογενούς ελλείμματος για όλες τις επιτυχημένες προσπάθειες ήταν 8,3%, δηλαδή κατά 2,7% μικρότερη από το στόχο της Ελλάδαςκαι το μέσο διάστημα στο οποίο αυτή επετεύχθη 7,2 χρόνια, δηλαδή κατά 119% μεγαλύτερο από αυτό το οποίο έχει δοθεί στην Ελλάδα. Εξετάζοντας τις 5 περιπτώσεις πιο επιτυχημένων δραστικών μειώσεων δημοσιονομικών ελλειμμάτων στα τελευταία 40 χρόνια, διαπιστώνουμε πως ο μέσος όρος της μείωσης ανέρχεται στο 8,92%, δηλαδή 2,08% λιγότερο από τον ελληνικό στόχο και το μέσο διάστημα επίτευξης της μείωσης στα 8,2 χρόνια, δηλαδή, περίπου, πέντε περισσότερα από το περιθώριο που έχει η Ελλάδα.”

Γνωρίζαμε, λοιπόν, εξ αρχής ότι οι στόχοι που είχαν τεθεί για την Ελλάδα ήταν άνευ προηγουμένου σε διεθνές επίπεδο. Μάλιστα, τα στοιχεία έδειχναν πως η επιτυχία ενός δημοσιονομικού προγράμματος συσχετίζεται άμεσα με την γενικότερη πορεία της διεθνούς οικονομίας:: “Με βάση τα ίδια στοιχεία του ΔΝΤ, από το 1970 μέχρι σήμερα έχουν υπάρξει 9 περιπτώσεις μεταξύ των αναπτυγμένων κρατών του κόσμου όπου καταγράφηκε μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος σε ποσοστό πάνω από 10% και το μέσο χρονικό διάστημα στο οποίο αυτό επετεύχθη είναι 8,2 χρόνια.

 Λαμβάνοντας υπόψη ότι η αμέσως μεγαλύτερη της τρέχουσας διεθνούς οικονομικής κρίσης, ήταν η ‘πετρελαϊκή’ της δεκαετίας του ’70, είναι ενδιαφέρον πως δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση καταγραφής σημαντικής μείωσης δημοσιονομικών ελλειμμάτων κατά τη διάρκεια εκείνης της δεκαετίας, με το 100% των περιπτώσεων μείωσης να εντοπίζονται από το 1980 και μετά, το 85% αυτών στις δεκαετίες μεγάλης ανάπτυξης του ’80 και του ’90 και το υπόλοιπο 15% αυτών στην περίοδο διεθνούς οικονομικής ανάπτυξης, 2003-2007. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί δείχνει τη συσχέτιση της επιτυχίας ενός προγράμματος μείωσης των ελλειμμάτων με το γενικότερο διεθνές οικονομικό περιβάλλον αλλά και με τους ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ.”

Όμως ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες των κρατών που κέρδισαν τη δημοσιονομική μάχη (πετυχαίνοντας ωστόσο στόχους μικρότερους από αυτούς που είχαν τεθεί στο Μνημόνιο 1 για την Ελλάδα και σε υπερδιπλάσιο χρονικό ορίζοντα), το βασικότερο νομισματικό εργαλείο με τη χρήση του οποίου αυτό επετεύχθη ήταν η υποτίμηση των κρατικών νομισμάτων και πότε μέσω της περικοπής μισθών και συντάξεων.

“Σχεδόν στο 100% των επιτυχημένων περιπτώσεων μείωσης των ελλειμμάτων, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας κατά την περίοδο εφαρμογής προγραμμάτων δημοσιονομικής πειθαρχίας στηρίχτηκε στην υποτίμηση των κρατικών νομισμάτων ενώ με βάση όσα στοιχεία διατίθενται από το ΔΝΤ δεν έχει υπάρξει ποτέ άλλοτε περίπτωση μείωσης των κρατικών εξόδων μέσω της περικοπής μισθών ή συντάξεων (αντίθετα, το πάγωμα τους με παράλληλη αύξηση των φόρων αποτελεί τον κανόνα).”

Αυτό σημαίνει πως πέρα απ’ όλα τα παραπάνω, καθώς η Ελλάδα είναι μέλος της Ευρωζώνης, κλήθηκε να πετύχει το δημοσιονομικό άθλο χωρίς τη δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματος της, κάτι το οποίο δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν και αποτελούσε (και εξακολουθεί να αποτελεί) ένα πρωτόγνωρο και εξαιρετικά επικίνδυνο οικονομικό πείραμα.

Αλλά ας υποθέσουμε ότι η Ελλάδα ξεπερνούσε κάθε λογική προσδοκία και προχωρούσε στην πιστή και ‘επιτυχημένη’ υλοποίηση του προγράμματος του ΔΝΤ. Θα ήταν τότε σίγουρο πως θα πετύχαινε τους στόχους που είχαν τεθεί; Η απάντηση είναι όχι και μάλιστα αυτή δίνεται από το ίδιο το ΔΝΤ. Στο ίδιο άρθρο διαβάζουμε: “Μα το πιο ενδιαφέρον, ίσως, είναι πως σύμφωνα με άλλη έκθεση του ΔΝΤ (2003), μετά τη μελέτη προγραμμάτων μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων σε 112 χώρες, ‘δε βρέθηκε καμία σημαντική στατιστική επιρροή στην έκβαση του προγράμματος εξαιτίας της υιοθέτησης των όρων που έθεσε το ΔΝΤ αλλά οι δημοσιονομικές εξελίξεις επηρεάστηκαν από το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον και από τη γενική κατεύθυνση των μακροοικονομικών πολιτικών που υιοθετήθηκαν.’

Μετά και από αυτήν την αποστομωτική ομολογία από το ΔΝΤ αξίζει να εξεταστεί τί θα συνέβαινε σε εκείνη τη μία στις 100 περίπτωση που η Ελλάδα πετύχαινε τον Ηράκλειο Άθλο που ανέλαβε και ικανοποιούσε όλους τους βασικούς στόχους του προγράμματος. Θα της εξασφάλιζε αυτό την οριστική ανακούφιση από τα προβλήματα της; Σύμφωνα με το ίδιο το ΔΝΤ η απάντηση είναι και πάλι όχι. (από το ίδιο άρθρο): “Το πρόβλημα, βέβαια, δεν τελειώνει με την επίτευξη μίας σημαντικής μείωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος αλλά επεκτείνεται και στην προσπάθεια συντήρησης του σε χαμηλά επίπεδα, κάτι το οποίο σπάνια συμβαίνει, σύμφωνα με το ΔΝΤ..” Όχι μόνο αυτό αλλά το ΔΝΤ “υποστηρίζει σε έκθεση του (Νοέμβριος 2009) ότι οποιοδήποτε νέο πρόγραμμα δημοσιονομικής πειθαρχίας θα είναι δυσκολότερο να πετύχει απ’ ότι αυτά προηγούμενων δεκαετιών, εξαιτίας της σημερινής διεθνούς οικονομικής κατάστασης.”

Έχοντας διαβάσει τα παραπάνω, το συμπέρασμα – πρόβλεψη του συγκεκριμένου άρθρου δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη σε κανέναν: “Συμπερασματικά, αφού πρώτα η Ελλάδα οδηγήθηκε στη χρηματοπιστωτική πτώχευση, στη συνέχεια εξωθήθηκε σε μία συμφωνία που περιλαμβάνει τη συμμετοχή του ΔΝΤ και η οποία έθεσε ασύλληπτους δημοσιονομικούς στόχους και γι’ αυτό και επέβαλλε πρωτοφανή δημοσιονομικά μέτρα. Και ακόμη και αν οι στόχοι αυτοί επιτευχθούν, η βλάβη που θα έχει επέλθει στην οικονομία θα κάνει εξαιρετικά δύσκολη τη συντήρηση τους χωρίς μία παρατεταμένη περίοδο οικονομικής ταλαιπωρίας με ανυπολόγιστες συνέπειες, ενώ αν η χώρα δεν καταφέρει να πετύχει αυτούς τους στόχους, θα κατηγορηθεί ότι δεν ακολουθεί το δημοσιονομικό πρόγραμμα όπως συμφωνήθηκε και θα κινδυνεύσει με νέες κυρώσεις, που θα καθυστερήσουν ακόμη περισσότερο την έξοδο της από την κρίση.”


Φτάνουμε, λοιπόν, στο σήμερα, με την Ελλάδα να έχει πλέον υπογράψει όχι μόνο ένα Μνημόνιο αλλά επιπλέον και ένα Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα αλλά και ένα δεύτερο Μνημόνιο, στο οποίο, μάλιστα, συμπεριλαμβάνεται και συμφωνία για συμμετοχή των τραπεζών σε αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους ενώ τώρα η συζήτηση γίνεται για ακόμη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση όταν υποτίθεται πως αυτό ακριβώς ήταν που έπρεπε πάση θυσία να αποφευχθεί και αποτελούσε έναν από τους βασικότερους λόγους για τον οποίο και συντάχθηκαν τα προγράμματα οικονομικής ‘στήριξης’ της χώρας εξ αρχής. Πέρα από όλα αυτά, έχουν αποφασιστεί και ψηφίζονται νέα, ασύλληπτης σκληρότητας, μέτρα με βασικό στόχο την περίφημη επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος η οποία, όπως υποστηρίζει η Τρόικα και φαίνεται να πιστεύει απόλυτα η κυβέρνηση, θα προστατέψει τη χώρα από την επίθεση των αγορών, θα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται από αυτές, θα της επιτρέψει να επιστρέψει στο δρόμο της ανάπτυξης αλλά και ακόμη και στην περίπτωση που τελικά όλα πάνε στραβά θα την προστατεύσει από τις δραματικές συνέπειες μίας πτώχευσης αφού θα της εξασφαλίσει την οικονομική της αυτονομία και θα επιτρέψει την αποφυγή της στάσης πληρωμών στο εσωτερικό της.

Έχει τουλάχιστον δίκαιο αυτήν τη φορά το ΔΝΤ; Είναι το πρωτογενές πλεόνασμα ο πρώτος στόχος που πρέπει να θέσουμε σε αυτήν τη φάση της κρίσης; Σε προηγούμενο άρθρο με τίτλο “Είναι η οικονομία των Παπούα το νέο μοντέλο για την Ελλάδα; “ παρέθεσα στοιχεία που δείχνουν ότι από τα 215 κράτη του κόσμου μόλις 45 έχουν πρωτογενές πλεόνασμα και από αυτά τα 41 συγκαταλέγονται στις αναδυόμενες ή υπό ανάπτυξη χώρες με αρκετές από αυτές, όπως την Παπούα – Νέα Γουινέα να είναι πάμπτωχες (κατά κεφαλήν ΑΕΠ 2500 δολάρια).

Μαντέψτε, ωστόσο, ποια χώρα βρίσκεται μεταξύ των τεσσάρων αναπτυγμένων κρατών με πρωτογενές πλεόνασμα: η Ιταλία. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία η Ιταλία έχει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 0,27% το οποίο στο τέλος του 2011 αναμένεται να ανέλθει στο 1%. Και όμως, αυτό δεν εμπόδισε τις αγορές να τη βάλουν στο στόχαστρο και μία από τις ειδήσεις που κάνουν αυτή τη στιγμή το γύρο του κόσμου είναι η επιστροφή του επιτοκίου των 10ετών ομολόγων της χώρας στο 6%, επίπεδο το οποίο αποτέλεσε τον προθάλαμο για τη χρηματοπιστωτική πτώχευσης της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας και οδήγησε στην προσφυγή τους στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης.

Χωρίς την πρόσφατη παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας η οποία αγόρασε ιταλικά κρατικά ομόλογα αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ όταν το επιτόκιο των 10ετών ομολόγων της χώρας ξεπέρασε το 6% το καλοκαίρι, η Ιταλία θα κινδύνευε με αδυναμία άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές και θα βρισκόταν ένα βήμα από την προσφυγή της στο Μηχανισμό Στήριξης. Το πρωτογενές πλεόνασμα δεν προστάτευσε την Ιταλία από την επίθεση των αγορών και το πιθανότερο είναι πως δεν πρόκειται να προστατεύσει ούτε την Ελλάδα από τα όσα αρνητικά την περιμένουν.

Το χειρότερο όλων, όμως, είναι πως ούτε η μείωση του χρέους της ως ποσοστό του ΑΕΠ της είναι, με οποιοδήποτε τρόπο, δεδομένο ή εγγυημένο πως θα ‘σώσει’ ή θα αλλάξει προς το καλύτερο την Ελλάδα και τη ζωή των πολιτών της. Αυτό πρέπει να είναι το μεγαλύτερο ταμπού σήμερα στην ελληνική κοινωνία, δηλαδή η παραδοχή πως η μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν εγγυάται σε καμία περίπτωση από μόνη της τη βελτίωση του επιπέδου ζωής στη χώρα ενώ μάλιστα με τον τρόπο που επιδιώκεται μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή της.

Ας δούμε τί δείχνουν τα στοιχεία: Από τις 133 χώρες του κόσμου για τις οποίες υπάρχουν στατιστικά οι 97έχουν χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ τους κάτω από το 60%, όπως ακριβώς ορίζει η συνθήκη του Μάστριχτ για τα κράτη της Ευρωζώνης. Ο στόχος αυτός φαντάζει ονειρεμένος για την Ελλάδα – Αν το επιτύχει τότε θα είναι σίγουρα μία πιο εύπορη χώρα με πολίτες που επιτέλους θα μπορούν να απολαύσουν μία καλύτερη ζωή.Σωστά; Όχι απαραίτητα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία στις 88 από τις 97 αυτές χώρες με χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ κάτω του 60%, οι πολίτες είναι είτε κάτω από τα όρια της φτώχειας είτε πολύ κοντά σε αυτά είτε αισθητά ‘φτωχότεροι’ από τους Έλληνες.

Έτσι, η Αλβανία έχει χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ της τάξης του 59,30% αλλά κατά κεφαλήν ΑΕΠ 8.000 δολάρια, δηλαδή οι Αλβανοί είναι κατά 75% φτωχότεροι από τους Έλληνες.

Η Βραζιλία έχει χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ της τάξης του 59,0% αλλά κατά κεφαλήν ΑΕΠ 10.000 δολάρια, δηλαδή οι Βραζιλιάνοι είναι κατά 66% φτωχότεροι από τους Έλληνες.

Το Βιετνάμ έχει χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ της τάξης του 57,10% αλλά κατά κεφαλήν ΑΕΠ 3.100 δολάρια, δηλαδή οι κάτοικοι του είναι κατά 90% φτωχότεροι από τους Έλληνες.

Η Ινδίαέχει χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ της τάξης του 51,90% αλλά κατά κεφαλήν ΑΕΠ 3.100 δολάρια, δηλαδή οι κάτοικοι της είναι κατά 89% φτωχότεροι από τους Έλληνες.

Η λίστα συνεχίζεται μεταξύ άλλων με τα εξής κράτη:

Κροατία, Μπουτάν, Μαυρίκιος, Γουιάνα, Ουρουγουάη,
Φιλιππίνες, Σεϊχέλες, Πολωνία, Ελ Σαλβαδόρ, Μαλαισία,
Πακιστάν, Τυνησία, Αιθιοπία, Μοζαμβίκη, Κένυα, Αρούμπα,
Κολομβία, Αργεντινή, Λετονία, Παναμάς, Ταϊλάνδη,

Τουρκία (οι κάτοικοι της με 61% μικρότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από της Ελλάδας),

Κόστα Ρίκα, Σλοβακία, Βολιβία, Σερβία, Μαλάουι, Βοσνία – Ερζεγοβίνη,
Λιθουανία, Τσεχία, Μοντενέγκρο, Μεξικό, Υεμένη, Μπαγκλαντές,
Τανζανία, Κούβα, Γκάνα, Ταϊβάν, Σενεγάλη, Σλοβενία, Μάλι,
Ρουμανία, Νέα Ζηλανδία, Γουατεμάλα, Συρία, Βενεζουέλα, Ζαμπία, Ινδονησία,

Σκόπια (χρέος 24,80% του ΑΕΠ – κάτοικοι κατά 68% φτωχότεροι απ’ την Ελλάδα),

Περού, Εκουαδόρ, Κίνα, Παραγουάη, Ιράν, Αγκόλα, Ουγκάντα,

Βουλγαρία (χρέος 16,20% του ΑΕΠ – κάτοικοι κατά 57% φτωχότεροι απ’ την Ελλάδα),

Λιβύη (χαμηλότερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ διεθνώς, 3,30%, οι κάτοικοι της κατά 50% φτωχότεροι από τους Έλληνες).

Όλα τα παραπάνω κράτη έχουν χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ τους από 59,9% μέχρι 3,30% αλλά αυτό δεν τα εμποδίζει να είναι μεταξύ των φτωχότερων κρατών του κόσμου και σίγουρα πολύ φτωχότερα από την Ελλάδα (ακόμη και τη σημερινή).

Στη λίστα με τα 97 κράτη με χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ χαμηλότερο του 60% μόλις 9 έχουν μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ελλάδα: Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ, το Κατάρ, η Νορβηγία, η Ελβετία, η Δανία, η Φιλανδία και η Αυστραλία. Σημειώστε πως τα 5 από τα 9 αυτά κράτη είναι μεταξύ των μεγαλύτερων πετρελαιοπαραγωγών κρατών του κόσμου, ενώ η Ελβετία είναι ο τραπεζικός παράδεισος του κόσμου.

Αν, λοιπόν, το χαμηλό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και το πρωτογενές έλλειμμα δεν εγγυώνται τη βελτίωση της οικονομία της Ελλάδας και ακόμη περισσότερο αν η προσπάθεια επίτευξης αυτών των δύο στόχων απειλεί τη χώρα με γιγαντιαία βλάβη τότε για ποιο λόγο τους θέσαμε ως τους πλέον σημαντικούς;

Το σίγουρο είναι πως δεν υπάρχει πλέον άλλος χρόνος και είναι ανάγκη να αντιληφθούμε πως έχουμε θέσει (ή μας έπεισαν να θέσουμε) λάθος στόχους εξ αρχής και έτσι μπήκαμε στο στόχαστρο των αγορών και προκαλέσαμε ένα τεράστιο οικονομικό πλήγμα στη χώρα, ενώ όσο μένουμε προσκολλημένοι σε αυτούς τους στόχους θα παραμένουμε στο στόχαστρο των αγορών και θα συνεχίζουμε να προκαλούμε τεράστια βλάβη στη χώρα ελπίζοντας σε οφέλη που είναι πολύ πιθανό να μην έρθουν ποτέ.

Πάνος Παναγιώτου
Επικεφαλής χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής