καθειλκυσμένος | καθελκύομαι | = αυτός που έχει καθελκυσθεί |
καθηγιασμένος | καθαγιάζομαι | = αυτός που έχει καθαγιασθεί |
καθημαγμένος
| καθαιμάσσομαι | = αυτός που έχει καθαιμαχθεί, αυτός που έχει καταματωθεί, καταματωμένος, αιμόφυρτος καθημαγμένος στρατιώτης
καθημαγμένη οικονομία |
κακοανατεθραμμένος | ανατρέφομαι | = αυτός που έχει κακοανανατραφεί κακανατεθραμένο παιδί |
καταβεβλημένος | καταβάλλομαι | = εξαντλημένος, αποκαμωμένος (από κούραση, ασθένεια, μεγάλη θλίψη) καταβεβλημένος οργανισμός |
καταγεγραμμένος | καταγράφομαι | = αυτός που έχει καταγραφεί καταγεγραμμένη πρόταση |
κατατεθειμένος | κατατίθεμαι | = αυτός που έχει κατατεθεί κατατεθειμένο ποσό |
κατατετμημένος | κατατέμνομαι | = αυτός που έχει κατατμηθεί |
κατειλημμένος | καταλαμβάνομαι | = αυτός που έχει καταληφθεί κατειλημμένος ανελκυστήρας,
σήμα κατειλημμένου,
κατειλημμένες θέσεις |
κατεσταλμένος | καταστέλλομαι | = αυτός που έχει κατασταλεί κατεσταλμένη λειτουργία |
κατεστημένος | καθιστώμαι,
καθίσταμαι | = αυτός που έχει κατασταθεί το κατεστημένο |
κατεστραμμένος |
καταστρέφομαι |
= αυτός που έχει καταστραφεί κατεστραμμένη πόλη |
κατεψυγμένος | καταψύχομαι | = αυτός που έχει καταψυχθεί κατεψυγμένα ψάρια |
κατηγμένος | κατάγομαι | = αυτός που έχει καταχθεί κατηγμένη (= συντεταγμένη στον άξονα z) |
κατηραμένος | καταρώμαι | = αυτός που τον έχουν καταρασθεί κατηραμένος όφις |
κατηρτισμένος | καταρτίζομαι | = αυτός που έχει καταρτισθεί |
κεκαθαρμένος | καθαίρομαι | = αυτός που έχει καθαρθεί κεκαθαρμένο εμβόλιο |
κεκαλυμμένος | καλύπτομαι | = αυτός που έχει καλυφθεί |
κεκαμμένος |
κάμπτομαι |
= αυτός που έχει καμφθεί κεκαμμένος αγκώνας |
κεκαρμένος | κείρομαι | = αυτός που έχει καρεί (κουρευτεί) εν χρω κεκαρμένος = κουρεμένος «γουλί» |
κεκηρυγμένος | κηρύττομαι | = αυτός που έχει κηρυχθεί κεκηρυγμένος πόλεμος |
κεκλεισμένος | κλείομαι | = αυτός που έχει κλεισθεί, κλεισμένος δίκη κεκλεισμένων των θυρών = δίκη χωρίς ακροατήριο (με απαγορευμένη την είσοδο στο κοινό) |
κεκλημένος | καλούμαι | = αυτός που έχει κληθεί |
κεκλιμένος | κλίνομαι | = αυτός που έχει κλιθεί, γερμένος κεκλιμένο επίπεδο |
κεκοιμημένος | κοιμώμαι | = αυτός που έχει κοιμηθεί κεκοιμημένος δούλος = ο νεκρός δούλος (εκκλ.) |
κεκονιαμένος | κονιώμαι | = αυτός που έχει κονιαθεί, αυτός που έχει επιχρισθεί τάφος κεκονιαμένος = τάφος ασπρισμένος (και καθαρός εξωτερικά) (εκκλ.) |
κεκορεσμένος | κορέννυμαι | = αυτός που έχει κορεσθεί κεκορεσμένο διάλυμα,
κεκορεσμένος ατμός |
κεκραμένος | κεράννυμαι | = αυτός που έχει κραθεί κεκραμένος οίνος = νερωμένο κρασί |
κεκτημένος | κτώμαι | = αυτός που έχει κτηθεί κεκτημένα δικαιώματα,
το Κοινοτικό κεκτημένο
κεκτημένη ταχύτητα |
κεκυρωμένος | κυρούμαι | = αυτός που έχει κυρωθεί κεκυρωμένο αντίγραφο |
κεχαριτωμένος | χαριτούμαι | = αυτός που έχει χαριτωθεί χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία |
λελογισμένος |
λογίζομαι |
= αυτός που έχει λογισθεί λελογισμένη χρήση |
λελυμένος |
λύομαι |
= αυτός που έχει λυθεί, λυμένος λελυμένη άσκηση, λελυμένο πρόβλημα |
λογοκεκριμένος | λογοκρίνομαι | = αυτός που έχει λογοκριθεί λογοκεκριμένο δημοσίευμα/κείμενο,
λογοκεκριμένος λόγος |
μεμαρτυρημένος | μαρτυρούμαι | = αυτός που έχει μαρτυρηθεί |
μεμονωμένος | μονούμαι | = αυτός που έχει μονωθεί (έχει μείνει μόνος) μεμονωμένο παράδειγμα,
μεμονωμένη περίπτωση |
μεταγεγραμμένος | μεταγράφομαι | = αυτός που έχει μεταγραφεί μεταγεγραμμένος στο Υποθηκοφυλακείο |
μετατεθειμένος | μετατίθεμαι | = αυτός που έχει μετατεθεί είναι δυο χρόνια μετατεθειμένος στην επαρχία |
νενομισμένος | νομίζομαι | = αυτός που έχει νομισθεί (θεωρηθεί ως πάτριο έθιμο) νενομισμένος όρκος = ο καθιερωμένος όρκος |
παραγεγραμμένος | παραγράφομαι | = αυτός που έχει παραγραφεί παραγεγραμμένο αδίκημα |
παραδεδεγμένος | παραδέχομαι | = αυτός που έχει παραδεχθεί |
παραδεδομένος | παραδίδομαι | = αυτός που έχει παραδοθεί |
παρατεθειμένος | παρατίθεμαι | = αυτός που έχει παρατεθεί |
παρατεταγμένος | παρατάσσομαι | = αυτός που έχει παραταχθεί παρατεταγμένο άγημα |
παρατεταμένος | παρατείνομαι | = αυτός που έχει παραταθεί παρατεταμένο χειροκρότημα,
παρατεταμένη ανομβρία |
παρεγγεγραμμένος | περιγράφομαι | = αυτός που έχει παρεγγραφεί παρεγγεγραμμένος κύκλος |
παρεντεθειμένος | παρεντίθεμαι | = αυτός που έχει περεντεθεί |
παρεστιγμένος | παραστίζομαι | = αυτός που έχει παραστιχθεί παρεστιγμένη νότα (μουσ.) |
παρεσχημένος | παρέχομαι | = αυτός που έχει παρασχεθεί |
παρεφθαρμένος | παραφθείρομαι | = αυτός που έχει παραφθαρεί παρεφθαρμένη γλώσσα |
παρηκμασμένος |
παρακμάζω
(παρακμάζομαι) |
= αυτός που έχει παρακμάσει |
παρωχημένος | παροίχομαι | = αυτός που έχει παρέλθει παρωχημένοι χρόνοι (ρήματος) |
πεπαιδευμένος | παιδεύομαι | = αυτός που έχει παιδευθεί (μορφωθεί), μορφωμένος |
πεπαλαιωμένος | παλαιούμαι | = αυτός που έχει παλαιωθεί πεπαλαιωμένος οίνος,
πεπαλαιωμένη αντίληψη |
πεπατημένος | πατούμαι | = αυτός που έχει πατηθεί πεπατημένη (οδός) = ο ασφαλής γνωστός και συνηθισμένος δρόμος ή τρόπος ακολουθεί την πεπατημένη |
πεπειραμένος | πειρώμαι | = αυτός που έχει πειραθεί πεπειραμένος τεχνίτης, πεπειραμένος υπάλληλος |
πεπεισμένος | πείθομαι | = αυτός που έχει πεισθεί είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι ... |
πεπερασμένος | περαίνομαι | = αυτός που έχει περανθεί πεπερασμένη σειρά,
πεπερασμένο σύνολο |
πεπιεσμένος | πιέζομαι | = αυτός που έχει πιεσθεί πεπιεσμένος αέρας |
πεπλανημένος | πλανώμαι | = αυτός που έχει πλανηθεί πεπλανημένη εντύπωση |
πεπλατυσμένος | πλατύνομαι | = αυτός που έχει πλατυνθεί πεπλατυσμένος ρωστήρας |
πεπλεγμένος | πλέκομαι | = αυτός που έχει πλεχθεί/πλακεί πεπλεγμένη συνάρτηση (μαθ.) |
πεποιημένος | ποιούμαι | = αυτός που έχει ποιηθεί, που έχει κατασκευασθεί πεποιημένη κρίση (= φτιαχτή, τεχνητή κρίση και όχι πραγματική) |
πεποικιλμένος | ποικίλλομαι | = αυτός που έχει ποικιλθεί χρυσό δακτυλίδι πεποικιλμένο με μαργαριτάρια |
πεπραγμένος | πράττομαι | = αυτός που έχει πραχθεί τα πεπραγμένα
έκθεση πεπραγμένων |
πεπρωμένος | πέπρωται | = αυτός που πέπρωται (είναι γραμμένος από τη μοίρα) πεπρωμένο = η μοίρα, η ειμαρμένη |
περιβεβλημένος | περιβάλλομαι | = αυτός που έχει περιβληθεί περιβεβλημένος με φωτοστέφανο |
περιγεγραμμένος | περιγράφομαι | = αυτός που έχει περιγραφεί περιγεγραμμένος κύκλος |
περιελιγμένος | περιελίσσομαι | = αυτός που έχει περιελιχθεί |
περιεσκεμμένος | περισκέπτομαι | = αυτός που τον έχει κανείς περισκεφθεί |
περιεστραμμένος | περιστρέφομαι | = αυτός που έχει περιστραφεί |
περιεσφιγμένος | περισφίγγομαι | = αυτός που έχει περισφιχθεί |
περικεκομμένος | περικόπτομαι | = αυτός που έχει περικοπεί περικεκομμένος προϋπολογισμός |
περιπεπλεγμένος | περιπλέκομαι | = αυτός που έχει περιπλεχθεί/περιπλακεί περιπεπλεγμένη κατάσταση |
περιτετμημένος | περιτέμνομαι | = αυτός που έχει περιτμηθεί |
πεφιλημένος | φιλούμαι | = αυτός που έχει φιληθεί (= αγαπηθεί) πεφιλημένος σύζυγος |
πεφορτισμένος | φορτίζομαι | = αυτός που έχει φορτισθεί πεφορτισμένη ατμόσφαιρα |
πεφωτισμένος | φωτίζομαι | = αυτός που έχει φωτισθεί πεφωτισμένος ηγέτης |
προβεβλημένος | προβάλλομαι | = αυτός που έχει προβληθεί προβεβλημένο θέμα,
προβεβλημένη κατάσταση |
προδεδικασμένος | προδικάζομαι | = αυτός που έχει προδικασθεί |
προδιαγεγραμμένος | προδιαγράφομαι | = αυτός που έχει προδιαγραφεί προδιαγεγραμμένο μέλλον, προδιαγεγραμμένη πορεία, προδιαγεγραμμένα χαρακτηριστικά |
προδιατεθειμένος | προδιατίθεμαι | = αυτός που έχει προδιατεθεί είμαι προδιατεθειμένος ... (προετοιμασμένος για κάτι ...) |
προεγγεγραμμένος | προεγγράφομαι | = αυτός που έχει προεγγραφεί |
προεγκεκριμένος | προεγκρίνομαι | = αυτός που έχει προεγκριθεί |
προειλημμένος | προλαμβάνομαι | = αυτός που έχει προληφθεί (= ληφθεί εκ των προτέρων) προειλημμένη απόφαση |
προειρημένος | προλέγομαι | = αυτός που έχει προλεχθεί (προρρηθεί, προειπωθεί), ο προειπωμένος |
προεκτεταμένος | προεκτείνομαι | = αυτός που έχει προεκταθεί προεκτεταμένη καμπύλη |
προεντεταμένος | προεντείνομαι | = αυτός που έχει προενταθεί |
προεσκεμμένος | προσκέπτομαι | = αυτός που τον έχει κανείς προσκεφθεί |
προηγιασμένος | προαγιάζομαι | = αυτός που έχει προαγιασθεί |
προηγμένος |
προάγομαι |
= αυτός που έχει προαχθεί προηγμένη τεχνολογία,
προηγμένες χώρες |
προκαταβεβλημένος | προκαταβάλλομαι | = αυτός που έχει προκαταβληθεί προκαταβεβλημένο μίσθωμα |
προκατειλημμένος | προκαταλαμβάνομαι | = αυτός που έχει προκαταληφθεί είμαι προκατειλημμένος (= κατέχομαι από δυσμενή διάθεση έναντι κάποιου ή κάποιας κατάστασης, έχω προκατάληψη) |
προκεχωρημένος | προχωρούμαι | = αυτός που έχει προχωρηθεί προκεχωρημένο φυλάκιο |
προσβεβλημένος | προσβάλλομαι | = αυτός που έχει προσβληθεί προσβεβλημένα άτομα (από ασθένεια) |
προσδεδεμένος | προσδέομαι (προσδούμαι) | = αυτός που έχει προσδεθεί προσδεδεμένος στο άρμα (του, της...) (οπαδός, ακόλουθος, τσιράκι) |
προσκεκλημένος | προσκαλούμαι | = αυτός που έχει προσκληθεί, ο προσκαλεσμένος προσκεκλημένα άτομα,
οι προσκεκλημένοι |
προστεθειμένος | προστίθεμαι | = αυτός που έχει προστεθεί |
προτεθειμένος | προτίθεμαι | = αυτός που έχει προτεθεί |
προτεταμένος | προτείνομαι | = αυτός που έχει προταθεί προτεταμένο στήθος |
προωθημένος | προωνούμαι | = αυτός που έχει προωθηθεί, προωθημένος προωθημένη άποψη |
σεσημασμένος | σημαίνομαι | = αυτός που έχει σημανθεί σεσημασμένος κακοποιός |
συγκεκομμένος | συγκόπτομαι | = αυτός που έχει συγκοπεί συγκεκομμένη λέξη |
συγκεκραμένος | συγκεράννυμι | = αυτός που έχει συγκραθεί (= συγκερασθεί) συγκεκραμένη μουσική κλίμακα |
συγκεκριμένος | συγκρίνομαι | = αυτός που έχει συγκριθεί συγκεκριμένα μέτρα,
συγκεκριμένα ουσιαστικά |
συγκεχυμένος | συγχέομαι | = αυτός που έχει συγχυθεί συγκεχυμένη κατάσταση,
συγκεχυμένες πληροφορίες |
συμβεβλημένος | συμβάλλομαι | = αυτός που έχει συμβληθεί συμβεβλημένο ταμείο,
συμβεβλημένο φαρμακείο |
συμπεφωνημένος | συμφωνούμαι | = αυτός που έχει συμφωνηθεί δεν τήρησε τα συμπεφωνημένα
συμπεφωνημένη λύσ |
συνδεδεμένος | συνδέομαι | = αυτός που έχει συνδεθεί
συνδεδεμένη συσκευή,
άρρηκτα συνδεδεμένος |
συνεζευγμένος | συζεύγνυμαι | = αυτός που έχει συζευχθεί συνεζευγμένες ταλαντώσεις, συνεζευγμένα κυκλώματα |
συνεπτυγμένος | συμπτύσσομαι | = αυτός που έχει συμπτυχθεί συνεπτυγμένη μορφή |
συνεσταλμένος | συστέλλομαι | = αυτός που έχει συσταλεί συνεσταλμένη κοπέλα = ντροπαλή κοπέλα |
συνεστραμμένος | συστρέφομαι | = αυτός που έχει συστραφεί συνεστραμμένος συνεστραμμένο ζεύγος (καλωδίων) |
συνεσφιγμένος | συσφίγγομαι | = αυτός που έχει συσφιγχθεί |
συνημμένος | συνάπτομαι | = αυτός που έχει συναφθεί συνημμένο έγγραφο,
συνημμένο αρχείο |
συνηρημένος | συναιρούμαι | = αυτός που έχει συναιρεθεί συνηρημένα ρήματα |
συντεθειμένος | συντίθεμαι | = αυτός που έχει συντεθεί |
συντεθλασμένος | συνθλώμαι | = αυτός που έχει συνθλασθεί, ο συντετριμμένος |
συντεταγμένος | συντάσσομαι | = αυτός που έχει συνταχθεί συντεταγμένη πολιτεία |
συντετμημένος | συντέμνομαι | = αυτός που έχει συντμηθεί συντετμημένη επιλογή,
συντετμημένη λέξη |
συντετριμμένος | συντρίβομαι | = αυτός που έχει συντριβεί συντετριμμένος (= υπερβολικά θλιμμένος) |
συνωφρυωμένος | συνοφρυούμαι | = αυτός που έχει συνοφρυωθεί, συνοφρυωμένος |
τεθλασμένος | θλώμαι | = αυτός που έχει θλασθεί τεθλασμένη γραμμή |
τεθλιμμένος | θλίβομαι | = αυτός που έχει θλιβεί τεθλιμμένος συγγενής |
τεθωρακισμένος | θωρακίζομαι | = αυτός που έχει θωρακισθεί τεθωρακισμένα άρματα |
τεταγμένος | τάσσομαι | = αυτός που έχει ταχθεί τεταγμένη (= συντεταγμένη στον άξονα y) |
τεταμένος | τείνομαι | = αυτός που έχει ταθεί τεταμένη κατάσταση,
τεταμένη αρμόσφαιρα |
τεταπεινωμένος | ταπεινούμαι | = αυτός που έχει ταπεινωθεί αγαλλιάσσονται οστέα τεταπεινωμένα,
καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην (εκκλ., ν-στός ψαλμός) |
τετελεσμένος | τελούμαι | = αυτός που έχει τελεσθεί τετελεσμένο γεγονός,
τετελεσμένος μέλλων |
τετηγμένος | τήκομαι | = αυτός που έχει τακεί τετηγμένος κηρός |
τετμημένος | τέμνομαι | = αυτός που έχει τμηθεί Τετμημένη (= συντεταγμένη στον άξονα x) |
τετριμμένος | τρίβομαι | = αυτός που έχει τριβεί τετριμμένη έκφραση |
υπεσχημένος | υπισχνούμαι | = αυτός που τον έχει κανείς υποσχεθεί δεν τήρησε τα υπεσχημένα |
υπογεγραμμένος |
υπογράφομαι |
= αυτός που έχει υπογραφεί υπογεγραμμένη σύμβαση |
υποδιηρημένος | υποδιαιρούμαι | = αυτός που έχει υποδιαιρεθεί |
υποκατεστημένος | υποκαθιστώμαι,
υποκαθίσταμαι | = αυτός που έχει υποκατασταθεί |