Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Aρχαίες μετοχές παθητικού παρακειμένου στη νεοελληνική γλώσσα




Μετοχή
Ρήμα
Σημασία και παραδείγματα
αναμεμιγμένος
αναμίγνυμαι
= αυτός που έχει αναμειχθεί, αυτός που έχει εμπλακεί
αναμεμιγμένος σε σκάνδαλο.
αναπεπταμένος
αναπετάννυμαι
= αυτός που έχει αναπετασθεί (απλωθεί)
αναπεπταμένη σημαία
ανασυνδεδεμένος
ανασυνδέομαι
= αυτός που έχει ανασυνδεθεί 
ανατεθειμένος
ανατίθεμαι
= αυτός που έχει ανατεθεί
ανατεθειμένη παραγγελία, 
ανατεθειμένο έργο
ανειλημμένος
αναλαμβάνομαι
= αυτός που έχει αναληφθεί
ανειλημμένη υποχρέωση, 
ανειλημμένη ευθύνη, 
ανειλημμένα ποσά
ανεστραμμένος
αναστρέφομαι
= αυτός που έχει αναστραφεί, αναποδογυρισμένος
ανεστραμμένο σχήμα, 
ανεστραμμένη πολικότητα, 
ανεστραμμένη θερμοβαθμίδα
ανηγμένος
ανάγομαι
= αυτός που έχει αναχθεί
ανηγμένη μεταβολή, 
ανηγμένη δύναμη
ανηγμένη κλίμακα
αντεστραμμένος
αντιστρέφομαι
= αυτός που έχει αντιστραφεί
αντεστραμμένοι ρόλοι, 
αντεστραμμένοι όροι, 
αντεστραμμένο κλάσμα
απεγκατεστημένος,
αποεγκατεστημένος
εγκαθιστώμαι
εγκαθίσταμαι
= αυτός που έχει απεγκατασταθεί (ή αποεγκατασταθεί)
απεγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή)

απεγνωσμένος

απογιγνώσκομαι

= αυτός που έχει περιέλθει σε απόγνωση
απεγνωσμένη προσπάθεια, 
απεγνωσμένη φωνή


απεσταλμένος


αποστέλλομαι


= αυτός που έχει αποσταλεί
ειδικός απεσταλμένος, 
απεσταλμένη επιστολή, 
απεσταλμένο δέμα
απευθυσμένος
απευθύνομαι
= αυτός που έχει απευθυσθεί
απευθυσμένο έντερο = 
το απευθυσμένο
απηυδημένος, απηυδισμένος
απαυδώ
(απαυδώμαι)
= αυτός που έχει απαυδήσει (που έχει χάσει τη φωνή του),


που έχει κουραστεί, εξουθενωμένος


απογεγραμμένος


απογράφομαι


= αυτός που έχει απογραφεί, απογραμμένος
απογεγραμμένος κάτοικος
αποδεδειγμένος
αποδεικνύομαι
= αυτός που έχει αποδειχθεί
είναι αποδεδειγμένο, 
αποδεδειγμένα (επίρρ.)
αποκατεστημένος
αποκαθιστώμαι,
αποκαθίσταμαι
= αυτός που έχει αποκατασταθεί
καλά αποκατεστημένος = εξασφαλισμένος (οικονομικά, εργασιακά κτλ.), νοικοκυρεμένος
αποκατεστημένος = δικαιωμένος (ύστερα από βραχύχρονη ή μακρόχρονη απόρριψη ή ανυποληψία)
απομεμακρυσμένος
απομακρύνομαι
= αυτός που έχει απομακρυνθεί
απομεμακρυσμένος συνδρομητής, 
απονενοημένος
απονοούμαι
= αυτός που έχει απονοηθεί (= που βρίσκεται σε απόγνωση)
απονενοημένο διάβημα = απεγνωσμένη ενέργεια
αποσυνδεδεμένος
αποσυνδέομαι
= αυτός που έχει αποσυνδεθεί
αποσυνδεδεμένη συσκευή (από δίκτυο, από άλλη συσκευή κτλ.)

αποσυντεθειμένος

αποσυντίθεμαι

= αυτός που έχει αποσυντεθεί
αποσυντεθειμένο πτώμα


αποτεθειμένος


αποτίθεμαι


= αυτός που έχει αποτεθεί
αποτεθειμένος οπλισμός, 
αποτεθειμένη χειροσυσκευή
αποτετμημένος
αποτέμνομαι
= αυτός που έχει αποτμηθεί
απωθημένος
απωθούμαι
= αυτός που έχει απωθηθεί, απωθημένος)
Έβγαλε τα απωθημένα του
αυτοδιηγερμένος
αυτοδιεγείρομαι
= αυτός που έχει αυτοδιεγερθεί
αυτοδιηγερμένη διάταξη
αφηρημένος
αφαιρούμαι
= αυτός που έχει αφαιρεθεί
αφηρημένα ουσιαστικά, 
αφηρημένη έννοια, 
αφηρημένη τέχνη
βεβαρημένος,
βεβαρυμμένος
βαρύνομαι
= αυτός που έχει βαρυνθεί
βεβαρημένο ποινικό μητρώο, 
βεβαρημένο παρελθόν, 
βεβαρημένος οργανισμός
βεβιασμένος
βιάζομαι
= αυτός που έχει βιασθεί - βεβιασμένη ενέργεια, 
βεβιασμένη κίνηση, 
βεβιασμένο χαμόγελο
γεγυμνωμένος
γυμνούμαι
= αυτός που έχει γυμνωθεί
τα οστά τα γεγυμνωμένα (εκκλ.)
δεδηλωμένος
δηλούμαι
= αυτός που έχει δηλωθεί
δεδηλωμένος εχθρός
αρχή της Δεδηλωμένης = η αρχή της πλειοψηφίας κόμματος που έχει αποδειχθεί με ψηφοφορία στη βουλή
δεδικασμένος
δικάζομαι
= αυτός που έχει δικασθεί
το δεδικασμένο = ανέκκλητη δικαστική απόφαση, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί
δεδομένος
δίδομαι
= αυτός που έχει δοθεί
δεδομένος = θεωρούμενος ότι υπάρχει ή είναι γνωστος από την αρχή
δεδομένη κατάσταση
τα δεδομένα (ενός προβλήματος), δεδομένα, επεξεργασία δεδομένων (στην Πληροφορική)

δεδουλευμένος

δουλεύομαι

= αυτός που έχει δουλευθεί (και είναι οφειλόμενος)
δεδουλευμένα ημερομίσθια,
δεδουλευμένοι τόκοι, 
τα δεδουλευμένα
διαδεδομένος
διαδίδομαι
= αυτός που έχει διαδοθεί
διαδεδομένος = ευρέως γνωστός, συχνά απαντώμενος, συνηθισμένος
διακεκαυμένος
διακαίομαι
διακάομαι
= αυτός που έχει διακαεί
διακεκαυμένη ζώνη
διακεκομμένος
διακόπτομαι
= αυτός που έχει διακοπεί
διακεκομμένη συνουσία
διακεκριμένος
διακρίνομαι
= αυτός που έχει διακριθεί
διακεκριμένος επιστήμονας, 
διακεκριμένο στέλεχος
διαλελυμένος
διαλύομαι
= αυτός που έχει διαλυθεί
διαλελυμένη οικογένεια, 
διαλελυμένη ουσία
διασυνδεδεμένος
διασυνδέομαι
= αυτός που έχει διασυνδεθεί
διασυνδεδεμένα δίκτυα
διατεθειμένος
διατίθεμαι
= αυτός που έχει διατεθεί
Δεν είμαι διατεθειμένος να υποχωρήσω στις απαιτήσεις του
διατεταγμένος
διατάσσομαι
= αυτός που έχει διαταχθεί
διατεταγμένη υπηρεσία
διεσταλμένος
διαστέλλομαι
= αυτός που έχει διασταλεί
διεσταλμένη κόρη οφθαλμού
διεστραμμένος
διαστρέφομαι
= αυτός που έχει διαστραφεί
διεστραμμένος εγκληματίας
διεφθαρμένος
διαφθείρομαι
= αυτός που έχει διαφθαρεί
διεφθαρμένος άνθρωπος
διηγερμένος
διεγείρομαι
= αυτός που έχει διεγερθεί
διηγερμένη ενεργειακή κατάσταση (ενός ατόμου), 
διηγερμένος ηλεκτρονόμος
διπλοεγγεγραμμένος
διπλοεγγράφομαι
= αυτός που έχει διπλοεγγραφεί
διπλοεγγεγραμμένος ψηφοφόρος

εγγεγραμμένος

εγγράφομαι

= αυτός που έχει εγγραφεί
εγγεγραμμένος κύκλος, εγγεγραμμένο τετράπλευρο
εγκαταλελειμμένος
εγκαταλείπομαι
= αυτός που έχει εγκαταλειφθεί
εγκαταλελειμμένο σπίτι,
εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο
εγκατεσπαρμένος
εγκατασπείρομαι
= αυτός που έχει εγκατασπαρεί
εγκατεστημένος
εγκαθιστώμαι
εγκαθίσταμαι
= αυτός που έχει εγκατασταθεί
εγκατεστημένο πρόγραμμα (σε ηλεκτρονικό υπολογιστή)
εγκεκριμένος
εγκρίνομαι
= αυτός που έχει εγκριθεί
εγκεκριμένος τύπος, 
εγκεκριμένο φάρμακο
εγνωσμένος
γιγνώσκομαι
= αυτός που έχει γνωσθεί, γνωστός, αδιαμφισβήτητος
εγνωσμένο κύρος, 
εγνωσμένη αξία
ειλημμένος
λαμβάνομαι
= αυτός που έχει ληφθεί
ειλημμένη απόφαση
ειμαρμένος
είμαρται (δεν απαντάται στο πρώτο πρόσωπο)
= αυτός που έχει κληρωθεί (ληφθεί με κλήρο), πεπρωμένος, μοιραίος
ειμαρμένη: = το πεπρωμένο, η μοίρα
ειρημένος
λέγομαι
= αυτός που έχει λεχθεί (ρηθεί, ειπωθεί)
εισηγμένος
εισάγομαι
= αυτός που έχει εισαχθεί
εισηγμένη μετοχή (στο χρηματιστήριο)
εκπεφρασμένος
εκφράζομαι
= αυτός που έχει εκφρασθεί
εκπεφρασμένη άποψη
εκτεθειμένος
εκτίθεμαι
= αυτός που έχει εκτεθεί
εκτεθειμένος στον άνεμο

εκτεταμένος

εκτείνομαι

= αυτός που έχει εκταθεί
εκτεταμένη έρευνα
εμπεριστατωμένος
εμπεριστατώ
= αυτός που έχει εμπεριστατωθεί (= εξεταστεί (μελετηθεί, γίνει) με πολλή προσοχή)
εμπεριστατωμένη μελέτη
εναποτεθειμένος
εναποτίθεμαι
= αυτός που έχει εναποτεθεί
εναποτεθειμένες ελπίδες
ενδεδειγμένος
ενδεικνύομαι,
ενδείκνυμαι
= αυτός που έχει ενδειχθεί
ενδεδειγμένος τρόπος,
ενδεδειγμένη ενέργεια
ενδεδειγμένη λύση
ενδεδυμένος
ενδύομαι
= αυτός που έχει ενδυθεί
ενδεδυμένος φως ως ιμάτιον (εκκλ.)
εντεταγμένος
εντάσσομαι
= αυτός που έχει ενταχθεί
εντεταλμένος
εντέλλομαι
= αυτός που έχει ενταλεί
εντεταλμένος σύμβουλος, 
εντεταλμένος αντιπρόεδρος
εντεταμένος
εντείνομαι
= αυτός που έχει ενταθεί
εξεζητημένος
εκζητούμαι
= αυτός που έχει εκζητηθεί
εξεζητημένος τρόπος
εξεζητημένη αμφίεση
εξημμένος
εξάπτομαι
= αυτός που έχει εξαφθεί
εξημμένα πνεύματα
εξηρμένος
εξαίρομαι
= αυτός που έχει εξαρθεί
εξηρμένα προσόντα
εξωνημένος
εξωνούμαι
= αυτός που έχει εξωνηθεί
επανειλημμένος
επαναλαμβάνομαι
= αυτός που έχει επαναληφθεί
επανειλημμένη υπόμνηση
επανειλημμένως (επίρρ.)
επανορθωμένος
επανορθούμαι
= αυτός που έχει επανορθωθεί
επεκτεταμένος
επεκτείνομαι
= αυτός που έχει επεκταθεί
επεκτεταμένη πλευρά (μαθ.)
επενδεδυμένος
επενδύομαι
= αυτός που έχει επενδυθεί
επενδεδυμένο κεφάλαιο
επηρμένος
επαίρομαι
= αυτός που έχει επαρθεί, ο οιηματίας, ο φαντασμένος, ο αλαζόνας
επηρμένο ύψος
επηυξημένος
επαυξάνομαι
= αυτός που έχει επαυξηθεί
έκδοση βελτιωμένη και επηυξημένη
επιβεβαρυμμένος
επιβαρύνομαι
= αυτός που έχει επιβαρυνθεί
επιβεβλημένος
επιβάλλομαι
= αυτός που έχει επιβληθεί
επιβεβλημένα μέτρα
επιγεγραμμένος
επιγράφομαι
= αυτός που έχει επιγραφεί

επικεκαλυμμένος

επικαλύπτομαι

= αυτός που έχει επικαλυφθεί

επιτετραμμένος

επιτρέπομαι

= αυτός που του έχει επιτραπεί κάποιο έργο
ο επιτετραμμένος (ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος που αναπληρώνει τον πρεσβευτή)
ερριμμένος
ρίπτομαι
= αυτός που έχει ριφθεί
Λίθοι τε και πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα ουδέν χρήσιμά εστιν.
εσβεσμένος
σβέννυμαι
= αυτός που έχει σβεσθεί
εσβεσμένη άσβεστος,
εσβεσμένο ηφαίστειο
εσκαμμένος
σκάπτομαι
= αυτός που έχει σκαφθεί
υπερέβη τα εσκαμμένα = ξεπέρασε τα επιτρεπτά όρια
εσκεμμένος
σκέπτομαι
= αυτός που τον έχει κανείς σκεφθεί, σκόπιμος, προμελετημένος
εσκεμμένη ενέργεια
εσπευσμένος
σπέυδω 
(σπεύδομαι)
= αυτός που έχει σπευσθεί
εσπευσμένη ενέργεια
εσταυρωμένος
σταυρώνομαι
= αυτός που έχει σταυρωθεί
ο Εσταυρωμένος (Χριστός)
εστεγασμένος
στεγάζομαι
= αυτός που έχει στεγασθεί
εστεγασμένος χώρος
εστεμμένος
στέφομαι
= αυτός που έχει στραφεί
εστεμμένος βασιλιάς
εστραμμένος
στρέφομαι
= αυτός που έχει στραφεί
εσφαλμένος
σφάλλομαι
= αυτός που έχει σφαλεί
εσφαλμένη άποψη
εσφαλμένο αποτέλεσμα
εσφιγμένος
σφίγγομαι
= αυτός που έχει σφιχθεί
η μονή του Εσφιγμένου (στο Άγιο Όρος)
ηγιασμένος
αγιάζομαι
= αυτός που έχει αγιασθεί
Σάββας ο Ηγιασμένος

ηθελημένος

εθέλω 
(εθέλομαι)

= αυτός που έχει «θεληθεί», εσκεμμένος
ηθελημένη ενέργεια



ημαρτημένος


αμαρτάνομαι

= αυτός που έχει αμαρτηθεί
= εσφαλμένος, λαθεμένος, αποτυχημένος
ημαρτημένα = παροράματα, αβλεψίες (ενός βιβλίου) (λατ. errata)
ημιανεπτυγμένος
ημιαναπτύσσομαι
= αυτός που έχει ημιαναπτυχθεί
ηνωμένος
ενούμαι
= αυτός που έχει ενωθεί, ενωμένος
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ),
Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ)
Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ)
ηττημένος
ηττώμαι
= αυτός που έχει ηττηθεί
ηττημένη ομάδα, 
οι νικητές και οι ηττημένοι

καθειλκυσμένος
καθελκύομαι
= αυτός που έχει καθελκυσθεί
καθηγιασμένος
καθαγιάζομαι
= αυτός που έχει καθαγιασθεί
καθημαγμένος

καθαιμάσσομαι
= αυτός που έχει καθαιμαχθεί, αυτός που έχει καταματωθεί, καταματωμένος, αιμόφυρτος καθημαγμένος στρατιώτης
καθημαγμένη οικονομία
κακοανατεθραμμένος
ανατρέφομαι
= αυτός που έχει κακοανανατραφεί
κακανατεθραμένο παιδί
καταβεβλημένος
καταβάλλομαι
= εξαντλημένος, αποκαμωμένος (από κούραση, ασθένεια, μεγάλη θλίψη)
καταβεβλημένος οργανισμός
καταγεγραμμένος
καταγράφομαι
= αυτός που έχει καταγραφεί
καταγεγραμμένη πρόταση
κατατεθειμένος
κατατίθεμαι
= αυτός που έχει κατατεθεί
κατατεθειμένο ποσό
κατατετμημένος
κατατέμνομαι
= αυτός που έχει κατατμηθεί
κατειλημμένος
καταλαμβάνομαι
= αυτός που έχει καταληφθεί
κατειλημμένος ανελκυστήρας,
σήμα κατειλημμένου, 
κατειλημμένες θέσεις
κατεσταλμένος
καταστέλλομαι
= αυτός που έχει κατασταλεί
κατεσταλμένη λειτουργία
κατεστημένος
καθιστώμαι,
καθίσταμαι
= αυτός που έχει κατασταθεί
το κατεστημένο

κατεστραμμένος

καταστρέφομαι

= αυτός που έχει καταστραφεί
κατεστραμμένη πόλη
κατεψυγμένος
καταψύχομαι
= αυτός που έχει καταψυχθεί
κατεψυγμένα ψάρια
κατηγμένος
κατάγομαι
= αυτός που έχει καταχθεί
κατηγμένη
 (= συντεταγμένη στον άξονα z)
κατηραμένος
καταρώμαι
= αυτός που τον έχουν καταρασθεί
κατηραμένος όφις
κατηρτισμένος
καταρτίζομαι
= αυτός που έχει καταρτισθεί
κεκαθαρμένος
καθαίρομαι
= αυτός που έχει καθαρθεί
κεκαθαρμένο εμβόλιο
κεκαλυμμένος
καλύπτομαι
= αυτός που έχει καλυφθεί

κεκαμμένος

κάμπτομαι

= αυτός που έχει καμφθεί
κεκαμμένος αγκώνας
κεκαρμένος
κείρομαι
= αυτός που έχει καρεί (κουρευτεί)
εν χρω κεκαρμένος = κουρεμένος «γουλί»
κεκηρυγμένος
κηρύττομαι
= αυτός που έχει κηρυχθεί
κεκηρυγμένος πόλεμος
κεκλεισμένος
κλείομαι
= αυτός που έχει κλεισθεί, κλεισμένος
δίκη κεκλεισμένων των θυρών = δίκη χωρίς ακροατήριο (με απαγορευμένη την είσοδο στο κοινό)
κεκλημένος
καλούμαι
= αυτός που έχει κληθεί
κεκλιμένος
κλίνομαι
= αυτός που έχει κλιθεί, γερμένος
κεκλιμένο επίπεδο
κεκοιμημένος
κοιμώμαι
= αυτός που έχει κοιμηθεί
κεκοιμημένος δούλος = ο νεκρός δούλος (εκκλ.)
κεκονιαμένος
κονιώμαι
= αυτός που έχει κονιαθεί, αυτός που έχει επιχρισθεί
τάφος κεκονιαμένος = τάφος ασπρισμένος (και καθαρός εξωτερικά) (εκκλ.)
κεκορεσμένος
κορέννυμαι
= αυτός που έχει κορεσθεί
κεκορεσμένο διάλυμα, 
κεκορεσμένος ατμός
κεκραμένος
κεράννυμαι
= αυτός που έχει κραθεί
κεκραμένος οίνος = νερωμένο κρασί
κεκτημένος
κτώμαι
= αυτός που έχει κτηθεί
κεκτημένα δικαιώματα,
το Κοινοτικό κεκτημένο
κεκτημένη ταχύτητα
κεκυρωμένος
κυρούμαι
= αυτός που έχει κυρωθεί
κεκυρωμένο αντίγραφο
κεχαριτωμένος
χαριτούμαι
= αυτός που έχει χαριτωθεί
χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία


λελογισμένος


λογίζομαι

= αυτός που έχει λογισθεί
λελογισμένη χρήση


λελυμένος


λύομαι


= αυτός που έχει λυθεί, λυμένος
λελυμένη άσκηση, λελυμένο πρόβλημα
λογοκεκριμένος
λογοκρίνομαι
= αυτός που έχει λογοκριθεί
λογοκεκριμένο δημοσίευμα/κείμενο, 
λογοκεκριμένος λόγος
μεμαρτυρημένος
μαρτυρούμαι
= αυτός που έχει μαρτυρηθεί
μεμονωμένος
μονούμαι
= αυτός που έχει μονωθεί (έχει μείνει μόνος)
μεμονωμένο παράδειγμα,
μεμονωμένη περίπτωση
μεταγεγραμμένος
μεταγράφομαι
= αυτός που έχει μεταγραφεί
μεταγεγραμμένος στο Υποθηκοφυλακείο
μετατεθειμένος
μετατίθεμαι
= αυτός που έχει μετατεθεί
είναι δυο χρόνια μετατεθειμένος στην επαρχία
νενομισμένος
νομίζομαι
= αυτός που έχει νομισθεί (θεωρηθεί ως πάτριο έθιμο)
νενομισμένος όρκος = ο καθιερωμένος όρκος
παραγεγραμμένος
παραγράφομαι
= αυτός που έχει παραγραφεί
παραγεγραμμένο αδίκημα
παραδεδεγμένος
παραδέχομαι
= αυτός που έχει παραδεχθεί
παραδεδομένος
παραδίδομαι
= αυτός που έχει παραδοθεί
παρατεθειμένος
παρατίθεμαι
= αυτός που έχει παρατεθεί
παρατεταγμένος
παρατάσσομαι
= αυτός που έχει παραταχθεί
παρατεταγμένο άγημα
παρατεταμένος
παρατείνομαι
= αυτός που έχει παραταθεί
παρατεταμένο χειροκρότημα,
παρατεταμένη ανομβρία
παρεγγεγραμμένος
περιγράφομαι
= αυτός που έχει παρεγγραφεί
παρεγγεγραμμένος κύκλος
παρεντεθειμένος
παρεντίθεμαι
= αυτός που έχει περεντεθεί
παρεστιγμένος
παραστίζομαι
= αυτός που έχει παραστιχθεί
παρεστιγμένη νότα (μουσ.)
παρεσχημένος
παρέχομαι
= αυτός που έχει παρασχεθεί
παρεφθαρμένος
παραφθείρομαι
= αυτός που έχει παραφθαρεί
παρεφθαρμένη γλώσσα

παρηκμασμένος

παρακμάζω
(παρακμάζομαι)

= αυτός που έχει παρακμάσει
παρωχημένος
παροίχομαι
= αυτός που έχει παρέλθει
παρωχημένοι χρόνοι (ρήματος)
πεπαιδευμένος
παιδεύομαι
= αυτός που έχει παιδευθεί (μορφωθεί), μορφωμένος
πεπαλαιωμένος
παλαιούμαι
= αυτός που έχει παλαιωθεί
πεπαλαιωμένος οίνος,
πεπαλαιωμένη αντίληψη
πεπατημένος
πατούμαι
= αυτός που έχει πατηθεί
πεπατημένη (οδός) = ο ασφαλής γνωστός και συνηθισμένος δρόμος ή τρόπος
ακολουθεί την πεπατημένη
πεπειραμένος
πειρώμαι
= αυτός που έχει πειραθεί
πεπειραμένος τεχνίτης,
πεπειραμένος υπάλληλος
πεπεισμένος
πείθομαι
= αυτός που έχει πεισθεί
είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι ...
πεπερασμένος
περαίνομαι
= αυτός που έχει περανθεί
πεπερασμένη σειρά, 
πεπερασμένο σύνολο
πεπιεσμένος
πιέζομαι
= αυτός που έχει πιεσθεί
πεπιεσμένος αέρας
πεπλανημένος
πλανώμαι
= αυτός που έχει πλανηθεί
πεπλανημένη εντύπωση
πεπλατυσμένος
πλατύνομαι
= αυτός που έχει πλατυνθεί
πεπλατυσμένος ρωστήρας
πεπλεγμένος
πλέκομαι
= αυτός που έχει πλεχθεί/πλακεί
πεπλεγμένη συνάρτηση (μαθ.)
πεποιημένος
ποιούμαι
= αυτός που έχει ποιηθεί, που έχει κατασκευασθεί
πεποιημένη κρίση (= φτιαχτή, τεχνητή κρίση και όχι πραγματική)
πεποικιλμένος
ποικίλλομαι
= αυτός που έχει ποικιλθεί
χρυσό δακτυλίδι πεποικιλμένο με μαργαριτάρια
πεπραγμένος
πράττομαι
= αυτός που έχει πραχθεί
τα πεπραγμένα
έκθεση πεπραγμένων
πεπρωμένος
πέπρωται
= αυτός που πέπρωται (είναι γραμμένος από τη μοίρα)
πεπρωμένο = η μοίρα, η ειμαρμένη
περιβεβλημένος
περιβάλλομαι
= αυτός που έχει περιβληθεί
περιβεβλημένος με φωτοστέφανο
περιγεγραμμένος
περιγράφομαι
= αυτός που έχει περιγραφεί
περιγεγραμμένος κύκλος
περιελιγμένος
περιελίσσομαι
= αυτός που έχει περιελιχθεί
περιεσκεμμένος
περισκέπτομαι
= αυτός που τον έχει κανείς περισκεφθεί
περιεστραμμένος
περιστρέφομαι
= αυτός που έχει περιστραφεί
περιεσφιγμένος
περισφίγγομαι
= αυτός που έχει περισφιχθεί
περικεκομμένος
περικόπτομαι
= αυτός που έχει περικοπεί
περικεκομμένος προϋπολογισμός
περιπεπλεγμένος
περιπλέκομαι
= αυτός που έχει περιπλεχθεί/περιπλακεί
περιπεπλεγμένη κατάσταση
περιτετμημένος
περιτέμνομαι
= αυτός που έχει περιτμηθεί
πεφιλημένος
φιλούμαι
= αυτός που έχει φιληθεί (= αγαπηθεί)
πεφιλημένος σύζυγος
πεφορτισμένος
φορτίζομαι
= αυτός που έχει φορτισθεί
πεφορτισμένη ατμόσφαιρα
πεφωτισμένος
φωτίζομαι
= αυτός που έχει φωτισθεί
πεφωτισμένος ηγέτης
προβεβλημένος
προβάλλομαι
= αυτός που έχει προβληθεί
προβεβλημένο θέμα, 
προβεβλημένη κατάσταση
προδεδικασμένος
προδικάζομαι
= αυτός που έχει προδικασθεί
προδιαγεγραμμένος
προδιαγράφομαι
= αυτός που έχει προδιαγραφεί
προδιαγεγραμμένο μέλλον, προδιαγεγραμμένη πορεία, προδιαγεγραμμένα χαρακτηριστικά
προδιατεθειμένος
προδιατίθεμαι
= αυτός που έχει προδιατεθεί
είμαι προδιατεθειμένος ... (προετοιμασμένος για κάτι ...)
προεγγεγραμμένος
προεγγράφομαι
= αυτός που έχει προεγγραφεί
προεγκεκριμένος
προεγκρίνομαι
= αυτός που έχει προεγκριθεί
προειλημμένος
προλαμβάνομαι
= αυτός που έχει προληφθεί (= ληφθεί εκ των προτέρων)
προειλημμένη απόφαση
προειρημένος
προλέγομαι
= αυτός που έχει προλεχθεί (προρρηθεί, προειπωθεί), ο προειπωμένος
προεκτεταμένος
προεκτείνομαι
= αυτός που έχει προεκταθεί
προεκτεταμένη καμπύλη
προεντεταμένος
προεντείνομαι
= αυτός που έχει προενταθεί
προεσκεμμένος
προσκέπτομαι
= αυτός που τον έχει κανείς προσκεφθεί
προηγιασμένος
προαγιάζομαι
= αυτός που έχει προαγιασθεί

προηγμένος

προάγομαι

= αυτός που έχει προαχθεί
προηγμένη τεχνολογία, 
προηγμένες χώρες
προκαταβεβλημένος
προκαταβάλλομαι
= αυτός που έχει προκαταβληθεί
προκαταβεβλημένο μίσθωμα
προκατειλημμένος
προκαταλαμβάνομαι
= αυτός που έχει προκαταληφθεί
είμαι προκατειλημμένος (= κατέχομαι από δυσμενή διάθεση έναντι κάποιου ή κάποιας κατάστασης, έχω προκατάληψη)
προκεχωρημένος
προχωρούμαι
= αυτός που έχει προχωρηθεί
προκεχωρημένο φυλάκιο
προσβεβλημένος
προσβάλλομαι
= αυτός που έχει προσβληθεί
προσβεβλημένα άτομα (από ασθένεια)
προσδεδεμένος
προσδέομαι (προσδούμαι)
= αυτός που έχει προσδεθεί
προσδεδεμένος στο άρμα (του, της...) (οπαδός, ακόλουθος, τσιράκι)
προσκεκλημένος
προσκαλούμαι
= αυτός που έχει προσκληθεί, ο προσκαλεσμένος
προσκεκλημένα άτομα, 
οι προσκεκλημένοι
προστεθειμένος
προστίθεμαι
= αυτός που έχει προστεθεί
προτεθειμένος
προτίθεμαι
= αυτός που έχει προτεθεί
προτεταμένος
προτείνομαι
= αυτός που έχει προταθεί
προτεταμένο στήθος
προωθημένος
προωνούμαι
= αυτός που έχει προωθηθεί, προωθημένος
προωθημένη άποψη
σεσημασμένος
σημαίνομαι
= αυτός που έχει σημανθεί
σεσημασμένος κακοποιός
συγκεκομμένος
συγκόπτομαι
= αυτός που έχει συγκοπεί
συγκεκομμένη λέξη
συγκεκραμένος
συγκεράννυμι
= αυτός που έχει συγκραθεί (= συγκερασθεί)
συγκεκραμένη μουσική κλίμακα
συγκεκριμένος
συγκρίνομαι
= αυτός που έχει συγκριθεί
συγκεκριμένα μέτρα, 
συγκεκριμένα ουσιαστικά
συγκεχυμένος
συγχέομαι
= αυτός που έχει συγχυθεί
συγκεχυμένη κατάσταση, 
συγκεχυμένες πληροφορίες
συμβεβλημένος
συμβάλλομαι
= αυτός που έχει συμβληθεί
συμβεβλημένο ταμείο, 
συμβεβλημένο φαρμακείο
συμπεφωνημένος
συμφωνούμαι
= αυτός που έχει συμφωνηθεί
δεν τήρησε τα συμπεφωνημένα
συμπεφωνημένη λύσ
συνδεδεμένος
συνδέομαι
= αυτός που έχει συνδεθεί
συνδεδεμένη συσκευή, 
άρρηκτα συνδεδεμένος
συνεζευγμένος
συζεύγνυμαι
= αυτός που έχει συζευχθεί
συνεζευγμένες ταλαντώσεις, συνεζευγμένα κυκλώματα
συνεπτυγμένος
συμπτύσσομαι
= αυτός που έχει συμπτυχθεί
συνεπτυγμένη μορφή
συνεσταλμένος
συστέλλομαι
= αυτός που έχει συσταλεί
συνεσταλμένη κοπέλα = ντροπαλή κοπέλα
συνεστραμμένος
συστρέφομαι
= αυτός που έχει συστραφεί συνεστραμμένος
συνεστραμμένο ζεύγος (καλωδίων)
συνεσφιγμένος
συσφίγγομαι
= αυτός που έχει συσφιγχθεί
συνημμένος
συνάπτομαι
= αυτός που έχει συναφθεί
συνημμένο έγγραφο, 
συνημμένο αρχείο
συνηρημένος
συναιρούμαι
= αυτός που έχει συναιρεθεί
συνηρημένα ρήματα
συντεθειμένος
συντίθεμαι
= αυτός που έχει συντεθεί
συντεθλασμένος
συνθλώμαι
= αυτός που έχει συνθλασθεί, ο συντετριμμένος
συντεταγμένος
συντάσσομαι
= αυτός που έχει συνταχθεί
συντεταγμένη πολιτεία
συντετμημένος
συντέμνομαι
= αυτός που έχει συντμηθεί
συντετμημένη επιλογή,
συντετμημένη λέξη
συντετριμμένος
συντρίβομαι
= αυτός που έχει συντριβεί
συντετριμμένος (= υπερβολικά θλιμμένος)
συνωφρυωμένος
συνοφρυούμαι
= αυτός που έχει συνοφρυωθεί, συνοφρυωμένος
τεθλασμένος
θλώμαι
= αυτός που έχει θλασθεί
τεθλασμένη γραμμή
τεθλιμμένος
θλίβομαι
= αυτός που έχει θλιβεί
τεθλιμμένος συγγενής
τεθωρακισμένος
θωρακίζομαι
= αυτός που έχει θωρακισθεί
τεθωρακισμένα άρματα
τεταγμένος
τάσσομαι
= αυτός που έχει ταχθεί
τεταγμένη (= συντεταγμένη στον άξονα y)
τεταμένος
τείνομαι
= αυτός που έχει ταθεί
τεταμένη κατάσταση, 
τεταμένη αρμόσφαιρα
τεταπεινωμένος
ταπεινούμαι
= αυτός που έχει ταπεινωθεί
αγαλλιάσσονται οστέα τεταπεινωμένα,
καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην (εκκλ., ν-στός ψαλμός)
τετελεσμένος
τελούμαι
= αυτός που έχει τελεσθεί
τετελεσμένο γεγονός,
τετελεσμένος μέλλων
τετηγμένος
τήκομαι
= αυτός που έχει τακεί
τετηγμένος κηρός
τετμημένος
τέμνομαι
= αυτός που έχει τμηθεί
Τετμημένη
 (= συντεταγμένη στον άξονα x)
τετριμμένος
τρίβομαι
= αυτός που έχει τριβεί
τετριμμένη έκφραση
υπεσχημένος
υπισχνούμαι
= αυτός που τον έχει κανείς υποσχεθεί
δεν τήρησε τα υπεσχημένα

υπογεγραμμένος

υπογράφομαι

= αυτός που έχει υπογραφεί
υπογεγραμμένη σύμβαση
υποδιηρημένος
υποδιαιρούμαι
= αυτός που έχει υποδιαιρεθεί
υποκατεστημένος
υποκαθιστώμαι,
υποκαθίσταμαι
= αυτός που έχει υποκατασταθεί



Ηλεκτρονικό περιοδικό Ορόγραμμα της Ελληνικής Εταιρείας Ορολογίας (ΕΛΕΤΟ).
teicrete.gr