Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Ορθογραφικά συγχεόμενες λέξεις της νεοελληνικής γλώσσας


αγονία = στειρότητα, ακαρπία, αφορία | αγωνία
άγνοια | αγνεία = αγνότητα
ακατονόμαστος       και όχι ακατανόμαστος
αλιτήριος = πονηρός, κατεργάρης | αλίτης, ο = το ορυκτό αλάτι | αλήτης |
αλείφω | αλοιφή
αμείβω | αμοιβή
ανακηρύσσω = κάνω κάτι γνωστό, αναγγέλω επίσημα | αναγορεύω = αποπονέμω δημόσιο αξίωμα ή τίτλο
αναστηλώνω = αποκαθιστώ ερείπιο, αναζωογονώ | αναστυλώνω = στηρίζω με στύλους, αποκαθιστώ ερείπιο, ανασηκώνω, ζωογονώ
αναστήλωση = αποκατάσταση μνημείου, επαναφορά λατρείας ιερών εικόνων | αναστύλωση = στήριξη με στύλους, αποκατασταση μνημείου
ανεξαρτητοποίηση (ανεξαρτητοποιώ) και όχι ανεξαρτοποίηση (ανεξαρτοποιώ)
άνθιση (<ανθίζω, π.χ. η άνθιση της τριανταφυλλιάς ) | άνθηση (<ανθώ, π.χ. η άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών)
άνοια         |           ανία
αντεπεξέρχομαι και        όχι ανταπεξέρχομαι ή αντιπεξέρχομαι
απαθανατίζω                  και όχι αποθανατίζω
απεμπόληση = ιδιοτελής απάρνηση, προδοσία | πώληση
απαυδώ (= δεν αντέχω άλλο, εξαντλείται η υπομονή μου)· χρήσιμος ο αόριστος του ρήματος, απηύδησα [απηύδησα να σε συμβουλεύω] και ο παρακείμενος, έχω απαυδήσει [έχω απαυδήσει με τη συμπεριφορά σου].
αποδύομαι = καταπιάνομαι με δύσκολο έργο | αποδίδομαι
αποποιούμαι τις ευθύνες μου και όχι των ευθυνών μου
απορημένος (<απορώ)        | απορριμμένος (<απορρίπτω)
απόρροια | απορία
αποτάθηκα (όχι αποτάνθηκα): αόριστος  παθητικής φωνής του ρήματος αποτείνομαι = στρέφομαι, απευθύνομαι σε κάποιον ή κάπου.
αποτίνω [ή αποτίω] (φόρο τιμής) | αποτείνω  [= απευθύνω] (το λόγο)
αποφάσισα να ...       και όχι αποφάσισα ότι ...
απόφοιτος = αυτός που έχει τελειώσει μια βαθμίδα εκπαίδευσης | τελειόφοιτος = αυτός που βρίσκεται στην τελευταία τάξη μιας βαθμίδας εκπαίδευσης | πτυχιούχος = ο απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης | διπλωματούχος = ο πτυχιούχος και ταυτόχρονα κάτοχος ειδικών ικανοτήτων ή προνομίων
άριος = αυτός που ανήκει στην Αρία χώρα, | άρειος = αυτός που ανήκει στον Άρη, Άρειος Πάγος
αρματολός         | αμαρτωλός
Αστυφιλία          | αστυφύλακας
Αυξομείωση     | εξομοίωση
αχιβάδα            | αμοιβάδα
αψίθυμος         | βαρύθυμος

βαρήκοος        | βαρύτονος
βιοτικός | βιώσιμος, αντιβίωση
βλίτο (το χορταρικό) | βλήμα [πυροβόλου όπλου]
βοριάς     | βορράς
βρυγμός [οδόντων]      | τριγμός
Βύβλος (όνομα πόλης)       | Βίβλος

Γειρτός      | γυριστός
γένεση       | γέννηση
γενετικός = ο σχετικός με τη γένεση (π.χ., η επιστήμη της Γενετικής) | γεννητικός = ο αναφερόμενος στη γέννηση (π.χ., γεννητικά όργανα)
Γένια          | γενειάδα
γιαλός        | γυαλί
γλείφω, γλείφτης = γλοιώδης κόλακας      | γλύπτης | γλυφός
γρυ [δεν ξέρει γρυ, δεν έβγαλε γρυ]         | γριγρί

Δανεικός                   | δανικός = ο σχετιζόμενος με τη Δανία
δήγμα = δάγκωμα          | δείγμα
δηκτικός = αυτός που δαγκώνει        | δεικτικός = αυτός που δείχνει
διάλειμμα             | διάλυμα
Διαχείριση            | επιχείρηση
δίκαννο                | δικανικός
διόδια, τα              | διωδία, η = μελωδία από δύο φωνές, ντουέτο
δίστυλος = ο με δύο στύλους    | δίστηλος = ο με δύο στήλες (π.χ. άρθρο                    εντύπου)
δύστυχος [άνθρωπος]   | δίστοιχος = ο διατεταγμένος σε δύο σειρές | δίστιχο [ποίημα]
δυστυχία [ανθρώπινη]     | διστοιχία [πυραύλων]

εγκλιματίζω | εγκληματώ
έγκλιση (<κλίνω, π.χ. οι εγκλίσεις του ρήματος ... ) | έγκληση = κατηγορία, καταγγελία (< εγκαλώ) | αντέγκληση = ανταλλαγή κατηγοριών (<αντεγκαλώ, π.χ. κατηγορίες και αντεγκλήσεις μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης)
έγκυος [γυναίκα] | έγγειος [ιδιοκτησία]
εγχείρηση [καρδιάς]         | εγχείριση = η παράδοση αντικειμένου στα χέρια κάποιου
ειλεός = το κάτω τμήμα του λεπτού εντέρου        | ίλεως
έκκληση = κάλεσμα για βοήθεια | έκλυση = απελευθέρωση, χαλάρωση (π.χ., η έκλυση των ηθών) | παρέκκλιση = λοξοδρόμημα (π.χ. δόθηκε άδεια κατά παρέκκλιση)
έλεος         | έλαιο
έλκηθρο    | ελκύω
Ελλιπής    | έλλειψη
εγκύπτω = επιδίδομαι με ιδιαίτερο ζήλο | ενσκήπτω = παρουσιάζομαι ξαφνικά | εμπίπτω = βρίσκομαι εντός καθορισμένων ορίων
Ενδύματα    | υποδήματα   | υποδύομαι
Ενδοιασμός    | συνδυασμός
εναίσιμος = κατάλληλος, που αρμόζει | αινέσιμος = ο άξιος επαίνου (π.χ., αινέσιμη διατριβή) | ενέσιμος (<ένεση, π.χ., ενέσιμο φάρμακο)
έξαλα [πλοίου]    | έξαλλος
εξάρτυση = τα ατομικά είδη του στρατιώτη | εξάρτιση = ο εφοδιασμός πλοίου με ξάρτια | εξάρτηση = υποταγή, εθισμός
επήρεια,     επηρεάζω     | επιρροή
Επιφάνια, τα      | επιφάνεια, η
ερειστικός (<έρεισμα)     | εριστικός (<έριδα)
ετερόκλητος, ο = ο ανομοιογενής | ετερόκλιτος = αυτός που κλίνεται σε δυο διαφορετικές κλίσεις
Ετοιμόλογος       | ετυμολογία
έτοιμος        | έτυμο, το = η πρώτη ρίζα από την οποία παράγεται μια λέξη

ήττα = αποτυχία     | ήτα, το = το γράμμα

θήρα = κυνήγι       | θύρα

Ιδροκοπώ      | ιδρώνω
ίλη [ιππικού, τεθωρακισμένων κτλ.]      | ύλη
ίμερος= πόθος, λαχτάρα      | ήμερος
Ινομύωμα       | ομοίωμα
ιός [της γρίπης]       | υιός
ιωνικός (<Ιωνία) | ιονικός (<Ιόνιο)

κάλιο, το = το αντίστοιχο μέταλλο    | κάλλιο (επίρρημα)
κάλος, ο = ο ρόζος του δέρματος     | κάλλος, το = η ομορφιά    | κάλως, ο = το παλαμάρι
καμαρότος      | καμαρωτός
Κάππαρη        | καπάρο
καριοφίλι (το όπλο)    | καρυοφύλλι (το μπαχαρικό γαρίφαλο, το μοσχοκάρφι)
καρότο       | καρωτίδα
κατατρύχω = βασανίζω, καταπονώ       | τρίχα
κατατρύχω = υποβάλλω κάποιον σε ταλαιπωρίες και βάσανα, κάνω κάποιον να υποφέρει, βασανίζω, ταλαιπωρώ   | κατατρέχω = καταδιώκω, προσπαθώ να βλάψω κάποιον
Κατάφωρος      | παράφορος
κενός       | καινός = καινούργιος
κεραμική       | Κεραμεικός
Κήλη      | κοίλος
κίστη = κιβώτιο      | κύστη
κλίμα [εύκρατο]      | κλήμα [με σταφύλια]    | κλύσμα
κλίνω = γέρνω κτλ.     | κλείνω
κλίση (πήρε κλίση = έγειρε  | κλήση (πήρε κλήση = τον έγραψε τροχονόμος}
Κλήδονας   | κλύδωνας = μεγάλη θαλασσοταραχή | κλειδωνιά
κλωνισμός (τρόπος αναπαραγωγής χωρίς σπέρμα) | κλονισμός = ταλάντευση, καταστρεπτική διατάραξη
Κόλλα    | κόλα (το φυτό)   | κολάρο
κολόνα, κολονάκι     | Κολωνός, Κολωνάκι
κομμός = θρήνος, κοπετός     | κομό, το = έπιπλο με πολλά συρτάρια
Κορόνα     | Κορώνη,    κορωνίδα
κορύνα, κορύνη    | Κόριννα (λυρική ποιήτρια του 5ου αι. π.Χ.)
κριτικός | κρητικός
κύρωση | κίρρωση (ιατρ., πάθηση του συκωτιού)
κύτος = αμπάρι | κήτος = μεγάλο υδρόβιο θηλαστικό
κώλυμα = εμπόδιο | κόλλημα = συγκόλληση, επικόλληση
κώμα = βαθύς παθολογικός ύπνος | κόμμα
κώμη, η = μεγάλο χωριό | κόμμι, το = κολλώδης ουσία | κόμη, η = τα μαλλιά

λάβρα = η μεγάλη ζέστη | λαύρα = μοναστήρι
λαγός | λαγωχειλία, λαγώχειλος
ληνός = πατητήρι | λινός
λιβάδι | Λιβαδειά
λιγούρα | λυγαριά
λίμα, η = 1. η μεγάλη πείνα – 2. εργαλείο λείανσης | λύμα, το = ρευστή ακαθαρσία βόθρων, υπονόμων κτλ.  | λήμμα [λεξικού]
λίρα = το νόμισμα | λύρα = το μουσικό όργανο
λιτός = απλός  | λυτός = λυμένος
λιχνίζω | λύχνος
λοιμός = θανατηφόρα ασθένεια | λιμός = μεγάλη πείνα από έλλειψη τροφίμων

μάννα, το [μάννα εξ ουρανού] | μάνα, η
μειξοβάρβαρος | μυξοκλαίω
μέλλει = πρόκειται (όποιου του μέλλει να πνιγεί ποτέ του δεν πεθαίνει) | μέλει = ενδιαφέρει (δεν με μέλει τι θα γίνει)
μεταχείριση | επιχείρηση
μετόπη | μέτωπο
μισερός = ατελής, ανάπηρος, σακάτης | μυσαρός = σιχαμερός
μίτρα [επισκόπου] | μήτρα
μονοιάζω = συμφιλιώνω | μονιάζω = (για αγρίμια) φωλιάζω
μύλος | Μήλος

νεβρός = το ελαφάκι | νεύρο
νιφάδα [χιονιού] | νύφη, συννυφάδα
νιώθω | νοιάζομαι
νοσηλεία, η | νοσήλια, τα
νώτα, τα | νότα, η

ξηλώνω, αποξηλώνω | ξυλιάζω, ξύλο

οράριο = άμφιο | ωράριο
οσμή | ώσμωση
ότι (ειδικός σύνδεσμος) = ότι, πως | ό,τι (αναφορική αντωνυμία)= οτιδήποτε
όφελος | ωφέλεια

πανόδετος | πανωσέντονο
παραλείφθηκε (<παραλείπω) | παραλήφθηκε (<παραλαμβάνω)
Περδίκκας (στρατηγός του Μ. Αλεξάνδρου) | πέρδικα
περιτειχίζω | εντοιχίζω
περηφάνια | υπερηφάνεια
πετραχήλι | χείλι, χείλος
πηλήκιο | πηλίκο
πήρα = σάκος, ταγάρι | πείρα | πύρα, η = η θερμότητα από τη φωτιά
πιλοτή | πύλη
πίνα, η (θαλασσινό μαλάκιο)  | πείνα
πλόιμος = ο κατάλληλος για πλου | πλωτός
ποικιλία | ποικίλλω
πρηνηδόν | πρύμνη
πυρρόξανθος | πυρά, η
πώληση: βλ. απεμπόληση
πώρωση (ηθική πώρωση) | οστεοπόρωση

ριζότο | ρύζι
ρίμα, η = η ομοιοκαταληξία | ρήμα
ρύπος = βρομιά, ακαθαρσία | ρίπος = η ψάθα | ριπή
ρύση = εκροή, χύσιμο | ρήση = λόγος, ομιλία, απόφθεγμα, ρητό
ρυτό = είδος αγγείου | ρητό = απόφθεγμα, γνωμικό
ρώγα [σταφυλιού, μαστού] | ρόγα = μισθός

σάτιρα | σάτυρος
Σείριος (το αστέρι) | Σύριος = ο από τη Συρία
σεραφικός = αγγελικός | σεραφείμ
σήραγγα | σύριγγα
σήτα = λεπτό κόσκινο | σίτος
σιμίτι = το κουλουράκι | Σημίτης
σινάφι | συναφής
σιντριβάνι | συντρίβω
σκεβρώνω | σκευωρία
σκήνος, το = το σκήνωμα | σκίνος = (είδος θάμνου) το μαστιχόδεντρο | σκοίνος = είδος άγριου βούρλου
σκιλλοκρεμμύδα | σκυλοκαβγάς
σκόρος | σκωρία, η = η σκουριά
σμήγμα | μείγμα
σορός, η = ο νεκρός, το λείψανο | σωρός, ο
σπηλιά | σπιλιάδα = ριπή ανέμου
σπιθούρι = το μικρό σπυρί | σπυρί
σπιράλ | σπείρα | σπυρί
στήλη | στύλος
στίβος | στοίβα
στιφάδο | στυφός
στίχος, ο = η αράδα έντυπου κειμένου | στοίχος, ο = η παράταξη, η αράδα
στοίβα | στίβος
στοίχος, ο = η παράταξη, η αράδα | στίχος, ο = η αράδα έντυπου κειμένου
στρυφνός ή στριφνός = δύστροπος, τραχύς | στριφτός
στυλώνω | αναστηλώνω
στυφός ή στιφός (π.χ., στυφό φρούτο) | στίφος, το = πυκνό πλήθος ανθρώπων ή ζώων
σύγκλιση, η = το αποτέλεσμα του συγκλίνω (π.χ., σύγκλιση απόψεων) | σύγκληση, η = η συγκάλεση (π.χ. η σύγκληση της Βουλής) | σύγκλυση, η = ο κατακλυσμός, η πλημμύρα | σύγκλειση, η = η συνένωση δύο πραγμάτων, ώστε να μην υπάρχει ενδιάμεσο κενό (π.χ. η σύγκλειση των λιθοσφαιρικών πλακών)
σύγχυση = μπέρδεμα, ανακάτεμα, νοητική διαταραχή (οι αντιφάσεις του δημιούργησαν σύγχυση στο ακροατήριο) | σύγχιση = ψυχική αναστάτωση, εκνευρισμός, ταραχή ( αποφύγετε τις συγχίσεις)
σύμπηξη = 1. στέρεη σύνδεση – 2. συγκρότηση, ίδρυση | σύμπτυξη
συνιστώ: βλ. συστήνω
συστήνω = παρουσιάζω κάποιον σε κάποιον άλλον για να γνωριστούν | συνιστώ = δίνω συμβουλή, υπόδειξη· ιδρύω, συγκροτώ, σχηματίζω, συναποτελώ· υποδεικνύω ως κατάλληλο
σφήκα | Σφίγγα (το μυθικό τέρας)
σύριος, ο = ο καταγόμενος από το νησί Σύρος, ο συριανός | σύρος, ο = ο καταγόμενος από την Συρία

τανύζω | ταλανίζω
τελώνιο | τελωνείο
τηγανητός | τηγανίτα
Τίρανα | τύραννος
Τιφλίδα | τυφλός
τοίχος, ο | τείχος, το
τρίμμα, το = μικρό κομμάτι, θρύμμα | τρήμα, το = η οπή, η τρύπα
τριφύλλι | Τριφυλία

ύβος, ο = η καμπούρα | ήβη
υποκλυσμός | υπόκλιση
υποδόριος = ο κάτω από το δέρμα | υποδώριος (μουσικός όρος)

φάσσα, η (το πουλί) | φάσα, η = λουρίδα υφάσματος
φορείο | φωριαμός
φρεάτιο | Φρεαττύδα

χαοτικός | χαώδης
χείρα [βοηθείας] | χήρα
χερουβικός | χερουβείμ
Χιλή | χηλή (η οπλή του αλόγου)
Χιμάρα | χείμαρρος
χιμάω | χύμα
Χρίστος | χρηστός
χύλωμα = η μετατροπή σε χυλό | χείλωμα = χείλος που προεξέχει γύρω από επιφάνεια
χοίρος | χήρος
χορικός = ο του χορού | χωρικός

ψιλή [κυριότητα] | υψηλή [ποιότητα]
ψίχα [του ψωμιού, του καρυδιού κτλ.] | ψυχή

ωδίνες [τοκετού] | οδύνη
ώσμωση | οσμή
ωφελώ | οφείλω

teicrete.gr