Δευτέρα 6 Ιουνίου 2011

Το παγερό ΟΧΙ των Ισλανδών στις τράπεζες

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Ρεπουμπλικάνοι αγωνίζονται να πετσοκόψουν τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό. Στην Πορτογαλία, οι αρχές διαπραγματεύονται την εθνική κυριαρχία με αντάλλαγμα ένα σχέδιο διάσωσης. Στην Ελλάδα, η προοπτική της αναδιάρθρωσης του χρέους εντείνει τη λιτότητα. Οταν οι κυβερνήσεις βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις πιέσεις των κερδοσκόπων, επέλεξαν να παραδοθούν αμαχητί. Οταν όμως ζητήθηκε από τους Ισλανδούς να εκφράσουν τη γνώμη τους στο δημοψήφισμα, πρότειναν έναν άλλο δρόμο: να στείλουμε τον λογαριασμό της κρίσης σε εκείνους που την προκάλεσαν.


Μικρό νησί, μεγάλα ερωτήματα. Πρέπει άραγε να πληρώσουν οι πολίτες την τρέλα των τραπεζιτών; Εχει μείνει κάποιος θεσμός συνδεδεμένος με τη λαϊκή κυριαρχία, που να είναι σε θέση να αντιτάξει τη νομιμοποίησή του από τον λαό απέναντι στην υπεροχή του χρηματοοικονομικού τομέα; Αυτά ήταν τα διακυβεύματα του δημοψηφίσματος που οργανώθηκε στις 10 Απριλίου του 2011 στην Ισλανδία. Εκείνη την ημέρα, για δεύτερη φορά, η κυβέρνηση ζητούσε τη γνώμη του πληθυσμού: δέχεστε να αποζημιώσουμε τους ολλανδούς και βρετανούς ιδιώτες καταθέτες της ιδιωτικής τράπεζας Icesave; Οπως και στο πρώτο δημοψήφισμα, τον Μάρτιο του 2010, οι κάτοικοι του ρημαγμένου από την κρίση νησιού απάντησαν και πάλι ΟΧΙ. Το ΟΧΙ ψηφίστηκε από το 60%, ενώ στο προηγούμενο δημοψήφισμα είχε συγκεντρώσει το 93%.


Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αποκτά ιδιαίτερη σημασία τη στιγμή που, κάτω από την πίεση των κερδοσκόπων, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οι κυβερνήσεις της Γηραιάς Ηπείρου επιβάλλουν πολιτικές λιτότητας, παρά το γεγονός ότι δεν εξελέγησαν για να εφαρμόσουν παρόμοια προγράμματα. Ομως, οι μαζικές περικοπές που επιβάλλουν στον δυτικό κόσμο τα ανεξέλεγκτα πλέον χρηματοοικονομικά ιδρύματα, ανησυχούν ακόμα και τους θερμότερους υπέρμαχους της απορρύθμισης των χρηματαγορών. Την επαύριο του δημοψηφίσματος στην Ισλανδία, ο συντάκτης του κύριου άρθρου των «Financial Times» -μιας εφημερίδας με νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό- εξέφραζε τον ενθουσιασμό του για το γεγονός ότι «είναι δυνατόν να θέτουμε τους πολίτες πάνω από τις τράπεζες» (13-4-11). Βέβαια, για την ώρα, η ιδέα βρίσκει ελάχιστη ανταπόκριση στους κύκλους των ευρωπαίων ιθυνόντων.


ΤΟ «ΤΕΛΕΙΟ» ΜΟΝΤΕΛΟ


Εάν η Ισλανδία αποτελεί μια πραγματικά εμβληματική περίπτωση, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στη χώρα συμπυκνώθηκε το πλέον αντιπροσωπευτικό παράδειγμα των δυναμικών, οι οποίες κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1990 και του 2000 επέτρεψαν στα ιδιωτικά συμφέροντα να επιβάλουν ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που οδήγησε στη διόγκωση του χρηματοοικονομικού τομέα, στην αποσύνδεσή του από την υπόλοιπη οικονομία, στη δημιουργία μιας τεράστιας φούσκας και, τελικά, στο σκάσιμό της.


Το 2007, λίγο πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, όλα έδειχναν να πηγαίνουν τέλεια: όσον αφορά το μέσο εισόδημα (το οποίο μάλιστα ήταν κατά 60% ανώτερο από εκείνο των ΗΠΑ), η Ισλανδία κατείχε την πέμπτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη. Εκείνη την εποχή, τα σικ εστιατόρια του Ρέικιαβικ έκαναν τα αντίστοιχα βρετανικά να μοιάζουν με καπηλειά. Τα είδη πολυτελείας κατακλύζανε τις βιτρίνες κι οι δρόμοι ήταν πλημμυρισμένοι από θηριώδη 4Χ4. Εναν χρόνο νωρίτερα, μια διεθνής έρευνα αναδείκνυε τον πληθυσμό του νησιού ως τον πλέον ευτυχισμένο σε ολόκληρο τον πλανήτη(1). Μεγάλο μέρος της ευημερίας στηριζόταν στην ταχύτατη μεγέθυνση τριών ισλανδικών τραπεζών. Αν και μέχρι το 1998 ήταν μικρές εταιρείες του δημόσιου τομέα, κατόρθωσαν πολύ γρήγορα να συμπεριληφθούν στις 300 σημαντικότερες τράπεζες σε ολόκληρο τον κόσμο: το ενεργητικό τους πέρασε από 100% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, το 2000, σε σχεδόν 800% του ΑΕΠ το 2007. Η Ελβετία είναι η μοναδική χώρα στην οποία έχει ξεπεραστεί αυτό το επίπεδο.


Η οικονομική κρίση ξέσπασε στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 2008. Μετά τη χρεοκοπία της επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers, άρχισαν να παρατηρούνται έντονες δυσλειτουργίες στις χρηματαγορές(2). Καθώς αδυνατούσαν να πληρώσουν τους δανειστές τους, οι τρεις μεγάλες ισλανδικές τράπεζες εθνικοποιήθηκαν. Κι ήρθε η στιγμή να καταλάβουν σημαντική θέση σε μια άλλη λίστα, πολύ λιγότερο κολακευτική: στον κατάλογο των έντεκα θεαματικότερων χρηματοοικονομικών καταστροφών σε ολόκληρη την ιστορία, τον οποίο συνέταξε ο οίκος αξιολόγησης Moody’s.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, έπειτα από 600 και πλέον χρόνια ξένης κηδεμονίας, οι κοινωνικές δομές της Ισλανδίας παραμένουν οι πλέον φεουδαρχικές από τις αντίστοιχες όλων των χωρών της βόρειας Ευρώπης.


Η ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ


Η αλιεία αποτελεί τον κυρίαρχο κλάδο της οικονομίας και αποφέρει το μεγαλύτερο μέρος του συναλλάγματος που εισρέει στη χώρα, επιτρέποντας την ανάπτυξη του εμπορίου χάρη στις εισαγωγές και παράλληλα δίνοντας ώθηση σε νέους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας: στην οικοδομή, στις υπηρεσίες και στην ελαφρά βιομηχανία. Υστερα από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οικονομία της χώρας περνάει σε μια φάση εντονότερης οικονομικής μεγέθυνσης, η οποία οφείλεται σε συνδυασμό αρκετών παραγόντων: στη βοήθεια που χορηγήθηκε στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ και εξαρτήθηκε από την εγκατάσταση στη χώρα μιας στρατιωτικής βάσης η οποία θα φιλοξενούσε δυνάμεις του αμερικανικού στρατού και του ΝΑΤΟ, στην αφθονία των μεγάλων ψαριών των ψυχρών υδάτων, ενός αγαθού που προοριζόταν για εξαγωγή και επηρεαζόταν ελάχιστα από τις διακυμάνσεις της αγοραστικής δύναμης των ξένων καταναλωτών, αλλά και στον μικρό πληθυσμό της χώρας, ο οποίος διέθετε υψηλό μορφωτικό επίπεδο και διαπνεόταν από έντονο συναίσθημα εθνικής ταυτότητας.


Στον βαθμό που η Ισλανδία πλούτιζε, δημιουργούσε τις βάσεις ενός κράτους πρόνοιας που εμπνεόταν από το σκανδιναβικό μοντέλο και χρηματοδοτούνταν από τη φορολογία. Τη δεκαετία του 1980, το επίπεδο της αναδιανομής του εισοδήματος έφθασε τον μέσο όρο των βορειοευρωπαϊκών χωρών. Ωστόσο, το βάρος του κράτους παρέμενε μεγαλύτερο στην Ισλανδία σε σύγκριση με αυτό των γειτόνων της. Επίσης, εξαιρετικά ανεπτυγμένο ήταν και το πελατειακό σύστημα: η τοπική ολιγαρχία έλεγχε σε μεγάλο βαθμό τόσο την πολιτική όσο και την οικονομική ζωή της χώρας.


Πράγματι, η σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, που έκανε την εμφάνισή της κατά τη διάρκεια του δεύτερου ημίσεως του 20ού αιώνα, αναπτύχθηκε πάνω στις σχεδόν φεουδαρχικές δομές που κληροδότησε στη χώρα ο 19ος. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών που ακολούθησαν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεκατέσσερις οικογένειες -μια ομάδα που ο πληθυσμός αποκαλούσε «το Χταπόδι»- αποτελούσαν την οικονομική και πολιτική ελίτ της χώρας. Διαδραμάτιζαν ρόλο παρόμοιο με εκείνο των φυλάρχων του παρελθόντος και επικρατούσαν στους τομείς των εισαγωγών, των μεταφορών, των ασφαλειών, των τραπεζικών εργασιών, της αλιείας και της τροφοδοσίας των νατοϊκών βάσεων.


Η ίδια ολιγαρχία κυριαρχούσε επίσης στο (δεξιό) Κόμμα της Ανεξαρτησίας, το οποίο έλεγχε τα μέσα ενημέρωσης. Επίσης, από αυτήν εξαρτιόνταν οι διορισμοί των υψηλόβαθμων στελεχών στη δημόσια διοίκηση, στην αστυνομία και στον στρατό. Εκείνη την περίοδο, τα δύο κυρίαρχα κόμματα (το Κόμμα της Ανεξαρτησίας και το Κόμμα του Κέντρου, το οποίο αντλεί ψηφοφόρους κυρίως από την ύπαιθρο)(3) έλεγχαν άμεσα τις τοπικές δημόσιες τράπεζες: ήταν αδύνατον να πάρει κάποιος δάνειο εάν προηγουμένως δεν είχε περάσει από το γραφείο του τοπικού κομματικού στελέχους. Ο εκφοβισμός, η κολακεία και η δυσπιστία συνέβαλαν στη δημιουργία ενός δικτύου εξουσίας, το οποίο επιπλέον διαπνεόταν από μια φαλλοκρατική κουλτούρα που είχε φτάσει στο σημείο να αναγάγει την τριχοφυΐα σε υπέρτατη αξία.


Ομως, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μια νεοφιλελεύθερη φατρία θα ανατρέψει από τα μέσα αυτή την παραδοσιακή τάξη πραγμάτων. Καθοδηγείται από την «Ατμομηχανή», μια εφημερίδα της οποίας τον έλεγχο αναλαμβάνουν φοιτητές της Νομικής Σχολής και του Μάρκετινγκ, με στόχο την προβολή των αρχών της ελεύθερης οικονομίας και τη δημιουργία ευκαιριών για καριέρα χωρίς τις ευλογίες του Χταποδιού. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η αντιπολίτευση της Αριστεράς δεν βρίσκει πλέον ανταπόκριση στην κοινή γνώμη, ενώ η Ατμομηχανή ευημερεί. Μάλιστα, από τους κόλπους της θα προκύψει κι ένας πρωθυπουργός του Κόμματος της Ανεξαρτησίας (Κ.Α.), ο Ντέιβιντ Οντσον.


Ο Οντσον γεννήθηκε το 1948 σε μια οικογένεια της μεσαίας τάξης και εξελέγη το 1974 δημοτικός σύμβουλος στο Ρέικιαβικ με το Κ.Α., ενώ το 1982 έγινε δήμαρχος. Αμέσως δρομολόγησε εκστρατείες ιδιωτικοποιήσεων: Μεταξύ άλλων, πουλήθηκε ο δημοτικός αλιευτικός στόλος σε μέλη της Ατμομηχανής. Το 1991, ο Οντσον ηγήθηκε του Κ.Α. στις εθνικές εκλογές, τις οποίες και κέρδισε. Παρέμεινε στο αξίωμα του πρωθυπουργού επί δεκατέσσερα χρόνια και πρωτοστάτησε στην τεράστια ανάπτυξη του χρηματοοικονομικού τομέα. Το 2004, επέλεξε να αναλάβει τη διεύθυνση της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας. Διατήρησε δε τις στενές επαφές του με τον βαλτότοπο της ισλανδικής πολιτικής ζωής, ενώ παρέμενε αποκομμένος από την υπόλοιπη κοινωνία, για την οποία δεν αισθανόταν την παραμικρή περιέργεια. Το 2006, γίνεται πρωθυπουργός ο Γκέιρ Χάαρντε -προστατευόμενός του στην Ατμομηχανή και υπουργός Οικονομικών την περίοδο 1998-2005- αντικαθιστώντας τον Χαλντόρ Ασγκρίμσον, στον οποίο ο Οντσον είχε παραδώσει την εξουσία.


ΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑ


Η φιλελευθεροποίηση της ισλανδικής οικονομίας ξεκίνησε το 1994. Η ένταξη της Ισλανδίας στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο -τη ζώνη ελεύθερων ανταλλαγών των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην οποία εισχώρησαν επίσης το Λιχτενστάιν και η Νορβηγία- επιβάλλει την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, των αγαθών, των υπηρεσιών και των ατόμων. Η κυβέρνηση Οντσον δρομολογεί ένα πρόγραμμα πώλησης κρατικών περιουσιακών στοιχείων, καθώς και την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Το 1998, ο Οντσον και ο Ασγκρίμσον, ο ηγέτης του Κόμματος του Κέντρου (Κ.Κ.), το οποίο συμμετέχει στον συνασπισμό κομμάτων που βρίσκεται εκείνη την εποχή στην εξουσία, προετοιμάζουν την ιδιωτικοποίηση του χρηματοοικονομικού τομέα. Η τράπεζα Landsbanki παραχωρείται σε υψηλόβαθμα στελέχη του Κ.Α., ενώ η ανταγωνίστριά της Kaupthing περνάει στον έλεγχο στελεχών του Κ.Κ. Αργότερα, η Glitnir, μια ιδιωτική τράπεζα, η οποία προέκυψε από τη συγχώνευση αρκετών μικρών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, καταλαμβάνει την τρίτη θέση.


Η Ισλανδία εισέρχεται ορμητικά στην τρίτη χιλιετία, παρασυρμένη από τη ραγδαία ανάπτυξη του ντοπαρισμένου από το φθηνό δανεικό χρήμα διεθνούς χρηματοπιστωτικού τομέα. Σε εθνικό επίπεδο, τρία στοιχεία αποδεικνύονται καθοριστικής σημασίας: η ισχυρή πολιτική βούληση για την ανάπτυξη του χρηματοοικονομικού τομέα, η συγχώνευση των επενδυτικών και των εμπορικών τραπεζών, η οποία επιτρέπει στις πρώτες να επωφελούνται από τις εγγυήσεις που παρέχει το κράτος στις δεύτερες και το χαμηλό ύψος του δημόσιου χρέους, απαραίτητο για να εξασφαλιστεί η καλή βαθμολογία από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης. Χάρη σε όλα αυτά, οι βασικοί μέτοχοι της Landsbanki, της Kaupthing, της Glitnir και των διάφορων θυγατρικών τους έχουν πλέον τη δυνατότητα να ανατρέψουν τις παλιές σχέσεις κυριαρχίας στην πολιτική και στην οικονομική ζωή του τόπου.


Πολύ σύντομα, η κυβέρνηση Οντσον έλαβε μέτρα που οδήγησαν στη χαλάρωση του νομικού πλαισίου για τα ενυπόθηκα δάνεια με κρατική εγγύηση: πλέον τα δάνεια μπορούσαν να αντιστοιχούν στο 90% της αξίας του ακινήτου. Οι τράπεζες που μόλις είχαν ιδιωτικοποιηθεί έσπευσαν να προτείνουν ακόμα πιο «γενναιόδωρους» όρους. Επιπλέον, ο φόρος εισοδήματος και ο φόρος προστιθέμενης αξίας μειώθηκαν, στο πλαίσιο μιας στρατηγικής που αποσκοπούσε στη μετατροπή της Ισλανδίας σε διεθνές χρηματοοικονομικό κέντρο χάρη στη χαμηλή φορολογία. Η δυναμική της φούσκας είχε πυροδοτηθεί.


Καθώς οι νέες τραπεζικές ελίτ της Ισλανδίας επιθυμούσαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στην οικονομία της χώρας, εκμεταλλεύθηκαν όλες τις ευκαιρίες που τους προσέφερε η απορρύθμιση. Χρησιμοποιώντας τις μετοχές που κατείχαν ως εγγύηση, πήραν τεράστια δάνεια από τα δικά τους τραπεζικά ιδρύματα για να αγοράσουν ακόμα περισσότερες μετοχές… των δικών τους τραπεζών. Αυτό είχε αποτέλεσμα να αυξάνονται οι τιμές των μετοχών. Το ίδιο εγχείρημα επιχειρήθηκε μερικές φορές με τη συνεργασία περισσότερων τραπεζών: οι μέτοχοι της τράπεζας Β δανείζονται από την τράπεζα Α για να αγοράσουν μετοχές της δικής τους εταιρείας, ενώ παράλληλα ανταποδίδουν την εξυπηρέτηση στους φίλους τους της τράπεζας Α, δανείζοντάς τους για να αποκτήσουν κι αυτοί μετοχές της δικής τους τράπεζας. Από τη στιγμή που ξεκινάει το παιχνίδι, οι τιμές των δύο τραπεζών στο χρηματιστήριο απογειώνονται και παύουν πλέον να έχουν την παραμικρή σχέση με την πραγματική τους οικονομική δραστηριότητα.


Με αυτόν το ρυθμό, το μικρό νησί του Βορρά κατόρθωσε πολύ σύντομα να γίνει δεκτό στη λέσχη των γιγάντων του χρηματοοικονομικού τομέα. Η υπεραφθονία των πιστώσεων επιτρέπει στον πληθυσμό να γιορτάσει ενθουσιασμένος το τέλος πολλών δεκαετιών αυστηρών περιορισμών στη χορήγηση δανείων, η οποία έπρεπε υποχρεωτικά να περάσει από το κόσκινο των κομματικών δικτύων: οι Ισλανδοί αισθάνονται επιτέλους πραγματικά «ανεξάρτητοι». Ισως έτσι εξηγείται το γεγονός ότι, εκείνη την εποχή, αισθάνονταν ότι ήταν ο «πιο ευτυχισμένος λαός στον κόσμο».


ΔΙΑΠΛΟΚΗ


Οι μέτοχοι και οι διοικήσεις των τραπεζών χορηγούν στον εαυτό τους ολοένα πιο γενναιόδωρες αμοιβές, οι οποίες στην πραγματικότητα ισοδυναμούν με υπεξαίρεση περιουσιακών στοιχείων των τραπεζικών ιδρυμάτων τους. Κι όσο πλουσιότεροι γίνονται, τόσο μεγαλύτερη στήριξη απολαμβάνουν από τα πολιτικά κόμματα, καθώς τα χρηματοδοτούν. Τα ιδιωτικά αεροσκάφη που διασχίζουν τον ουρανό του Ρέικιαβικ αποτελούν τη θορυβώδη απόδειξη της επιτυχίας των ιδιοκτητών τους κι οι κάτοικοι της πόλης τα βλέπουν να περνούν πάνω από το κεφάλι τους με ανάμεικτα συναισθήματα που κυμαίνονται από τον φθόνο ώς τον θαυμασμό. Οι εισοδηματικές και οι περιουσιακές ανισότητες αυξάνονται σημαντικά και επιδεινώνονται από τις κυβερνητικές πολιτικές που διογκώνουν τις φορολογικές υποχρεώσεις του φτωχότερου μέρους της κοινωνίας. Με λίγα λόγια, όπως δηλώνει στις στήλες της «Wall Street Journal» ένας από τους πλέον ένθερμους ισλανδούς υποστηρικτές της οικονομίας της αγοράς, «οι φιλελεύθερες πρωτοβουλίες του Οντσον αποτελούν τη μεγαλύτερη επιτυχία παγκοσμίως(4)».


Ομως, στις αρχές του 2006, αρχίζουν να διαφαίνονται τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια. Ο οικονομικός τύπος διερωτάται για τη σταθερότητα των μεγάλων τραπεζών, οι οποίες αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξεύρεση κεφαλαίων στις χρηματαγορές. Το 2007, η χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση φτάνει σε επίπεδα πενταπλάσια από εκείνα του 2001. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σημειώνει ραγδαία επιδείνωση: από 5% του ΑΕΠ, το 2003, πραγματοποιεί άλμα στο 20% το 2006 -πρόκειται για ένα από τα υψηλότερα παγκοσμίως. Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της Landsbanki, της Kaupthing και της Glitnir υπερβαίνουν τις δυνατότητες της Κεντρικής Τράπεζας της Ισλανδίας να τις στηρίξει ως δανειστής της έσχατης ανάγκης.


Η κατάσταση επιδεινώνεται από το γεγονός ότι, ενώ τα χρέη τους είναι πραγματικά, τα στοιχεία του ενεργητικού τους είναι επισφαλή. Τον Φεβρουάριο του 2006, ο οίκος αξιολόγησης Fitch υποβαθμίζει το ισλανδικό χρέος από «σταθερό» σε «αρνητικό» κι έτσι αρχίζει η «μίνι κρίση». Η ισοτιμία της κορόνας σημειώνει απότομη πτώση, με αποτέλεσμα να αυξηθεί αντίστοιχα το χρέος των ισλανδικών τραπεζών. Η συνέχιση της αποπληρωμής των δανείων που έχουν συναφθεί σε συνάλλαγμα μετατρέπεται πολύ σύντομα σε «δημόσιο» πρόβλημα. Το χρηματιστήριο καταρρέει και οι χρεοκοπίες πολλαπλασιάζονται. Εκείνη την εποχή, η Danske Bank της Κοπεγχάγης περιγράφει την Ισλανδία ως μια «οικονομία του θερμοπίδακα», η οποία είναι έτοιμη να εκραγεί.(5)


Οι ισλανδοί τραπεζίτες και πολιτικοί υπεύθυνοι θεωρούν εντελώς αβάσιμη την κριτική που τους ασκείται. Η Κεντρική Τράπεζα συνάπτει δάνειο που της επιτρέπει να διπλασιάσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα, ενώ το Εμπορικό Επιμελητήριο -το οποίο διευθύνεται από εκπροσώπους της Landsbanki, της Kaupthing και της Glitnir- ανταπαντά με μια επικοινωνιακή εκστρατεία στον τύπο. Ο αμερικανός οικονομολόγος Φρέντερικ Μίσκιν λαμβάνει 135.000 δολάρια για να υπογράψει μια έκθεση η οποία έχει σχεδόν πλήρως συνταχθεί από έναν ισλανδό οικονομολόγο και η οποία διαβεβαιώνει για τη σταθερότητα των ισλανδικών τραπεζών(6). Για να «συντάξει» παρόμοια πραγματογνωμοσύνη, ο Ρίτσαρντ Πόρτ του London School of Economics αρκέστηκε στο ποσό των 58.000 στερλινών. Στα τέλη του 2007, ο Αρθουρ Λάφερ, θεωρητικός της οικονομίας της προσφοράς, προσπαθούσε να καθησυχάσει τα πνεύματα: «Η Ισλανδία έπρεπε να αποτελεί παράδειγμα για ολόκληρο τον κόσμο.(7)» Ηταν τότε που η αξία του ενεργητικού των τραπεζών ήταν σχεδόν οκταπλάσια του ΑΕΠ της χώρας.


Στις εκλογές του Μαΐου του 2007, η Σοσιαλδημοκρατική Συμμαχία (ΣΔΣ)(8) σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με το Κόμμα της Ανεξαρτησίας, το οποίο εξακολουθούσε να διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας. Προς μεγάλη απογοήτευση πολλών οπαδών της, η ηγεσία της ΣΔΣ απεμπόλησε πολλές από τις προεκλογικές της δεσμεύσεις και στήριξε ανεπιφύλακτα την επέκταση του χρηματοοικονομικού τομέα.


ΔΥΟ ΤΕΧΝΑΣΜΑΤΑ


Παρά το γεγονός ότι επιβίωσαν από τη μίνι κρίση του 2006, η Landsbanki, η Kaupthing και η Glitnir αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην εξεύρεση των κεφαλαίων που χρειάζονταν για να αποπληρώσουν τα χρέη τους και να χρηματοδοτήσουν νέες εξαγορές. Ετσι, κατέφυγαν σε δύο τεχνάσματα. Το πρώτο επινοήθηκε από τη Landsbanki και έφερε το όνομα Icesave. Επρόκειτο για μια ιντερνετική υπηρεσία, η οποία προσέλκυε καταθέσεις προσφέροντας ελκυστικότερα επιτόκια από εκείνα των παραδοσιακών τραπεζών. Η Icesave εγκαινίασε τις δραστηριότητές της στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Οκτώβριο του 2006 και στην Ολλανδία δεκαοκτώ μήνες αργότερα. Πολύ σύντομα, άρχισε να συνιστάται από ιστοσελίδες που ειδικεύονταν στις ηλεκτρονικές χρηματοοικονομικές δραστηριότητες και να κατακλύζεται από καταθέσεις. Εισέρρεαν δεκάδες εκατομμύρια στερλίνες. Στους πρώτους της πελάτες συγκαταλέγονταν το πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, η Αστυνομία του Λονδίνου, ακόμα και η Βρετανική Ελεγκτική Επιτροπή, η οποία διαχειρίζεται τα οικονομικά των τοπικών κυβερνήσεων. Και φυσικά, εκατοντάδες χιλιάδες ιδιώτες (μονάχα στο Ηνωμένο Βασίλειο ο αριθμός τους έφτασε τις 300.000).


«ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ»


Το γεγονός ότι οι Icesave ιδρύθηκαν ως «υποκαταστήματα» και όχι ως «θυγατρικές εταιρείες», συνεπάγεται ότι εμπίπτουν στην εποπτεία των ισλανδικών αρχών και όχι σε εκείνη των χωρών που τις φιλοξενούν. Ωστόσο, κανείς δεν έδειχνε να ανησυχεί για το γεγονός ότι η ισλανδική Εποπτική Αρχή διέθετε συνολικό προσωπικό μονάχα 45 ατόμων, ενώ μάλιστα μεγάλο μέρος αυτού αποτελείτο από ασκούμενους, οι οποίοι απέβλεπαν στην πρόσληψή τους σε κάποια από τις τράπεζες της χώρας. Εξάλλου, κανείς δεν δείχνει να ενδιαφέρεται για το γεγονός ότι το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο ορίζει ότι, σε περίπτωση χρεοκοπίας, η αποζημίωση των ξένων καταθετών θα επιβαρύνει τον πληθυσμό της Ισλανδίας (ο οποίος ανέρχεται σε 320.000 κατοίκους).


Η δεύτερη λύση που επινόησαν οι τράπεζες για να έχουν πρόσβαση σε νέες πηγές ρευστότητας χωρίς να οφείλουν να αποδείξουν ότι διαθέτουν αξιόπιστα περιουσιακά στοιχεία στο ενεργητικό τους, ήταν οι «ερωτικές επιστολές». Οι «τρεις μεγάλοι» του ισλανδικού χρηματοοικονομικού συστήματος πωλούν απαιτήσεις που έχουν κατά τρίτων σε μικρότερες περιφερειακές τράπεζες, οι οποίες με τη σειρά τους καταθέτουν τις απαιτήσεις στην Κεντρική Τράπεζα, ως εγγύηση για τη χορήγηση δανείων, με τα χρήματα των οποίων θα δανείσουν… τους «τρεις μεγάλους». Οι αρχικές απαιτήσεις γρήγορα αποκλήθηκαν «ερωτικές επιστολές», καθώς δεν αποτελούσαν τίποτε άλλο από απλές υποσχέσεις. Μάλιστα, οι «τρεις μεγάλοι» διεθνοποίησαν αυτήν τη μέθοδο, ιδρύοντας θυγατρικές στο Λουξεμβούργο και καταθέτοντας τα ραβασάκια τους στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για να λάβουν σε αντάλλαγμα ρευστότητα την οποία έστελναν στην Ισλανδία.


Η πτώση των ισλανδικών τραπεζικών ιδρυμάτων επήλθε δύο εβδομάδες μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers. Στις 29 Σεπτεμβρίου του 2008, η Glitnir ζήτησε τη βοήθεια του διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, του Ντέιβιντ Οντσον. Θέλοντας να καθησυχάσει τα πνεύματα, ο Οντσον διέταξε την τράπεζά του να εξαγοράσει το 75% των μετοχών της Glitnir. Το μόνο αποτέλεσμα που είχε η ενέργειά του ήταν η επιδείνωση του κλίματος ανησυχίας. Οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης υποβάθμισαν σημαντικά την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Επιπλέον, περιορίστηκε στο μηδέν το πιστωτικό όριο που διέθεταν η Landsbanki και η Kaupthing στη διατραπεζική αγορά. Ταυτόχρονα, στο εξωτερικό άρχισαν οι μαζικές αναλήψεις μετρητών από τις θυγατρικές της Icesave. Στις 7 Οκτωβρίου, ο Οντσον αποφάσισε τη σύνδεση της ισλανδικής κορόνας με ένα καλάθι ξένων νομισμάτων. Ομως, η ισοτιμία του εθνικού νομίσματος είχε ήδη καταγράψει σημαντικές απώλειες και τα συναλλαγματικά αποθέματα γρήγορα εξαντλήθηκαν. Χωρίς έλεγχο της ροής των κεφαλαίων, η σύνδεση της κορόνας με το καλάθι των νομισμάτων διήρκεσε μονάχα μερικές ώρες. Ωστόσο, η ενέργεια άφησε αρκετό χρόνο σε όσους είχαν στενές επαφές με τους κύκλους της εξουσίας για να ανταλλάξουν τις κορόνες τους με συνάλλαγμα, σε ευνοϊκή γι’ αυτούς ισοτιμία. Δισεκατομμύρια εγκατέλειψαν τη χώρα προτού η κορόνα αφεθεί να διολισθήσει ή μάλλον να… κατακρημνισθεί. Στις 8 Οκτωβρίου, ο βρετανός πρωθυπουργός Γκόρντον Μπράουν μπλόκαρε όλα τα περιουσιακά στοιχεία του ενεργητικού της Landsbanki στο Ηνωμένο Βασίλειο, χρησιμοποιώντας τους αντιτρομοκρατικούς νόμους που είχαν ψηφίσει οι Νέοι Εργατικοί. Το χρηματιστήριο, τα τραπεζικά ομόλογα και η κτηματαγορά ακολουθούν πορεία όμοια με εκείνη του μέσου εισοδήματος των Ισλανδών: βουλιάζουν.


Τότε, το ΔΝΤ φτάνει στο Ρέικιαβικ. Είναι η πρώτη φορά από την επέμβασή του στο Ηνωμένο Βασίλειο, το 1976, που καλείται να συνδράμει μια ανεπτυγμένη οικονομία. Προτείνει ένα δάνειο υπό όρους, ύψους 2,1 δισεκατομμυρίων δολαρίων, για τη σταθεροποίηση της κορόνας. Επιπλέον, το ΔΝΤ υποστηρίζει τις απαιτήσεις της βρετανικής και της ολλανδικής κυβέρνησης: καθώς η Ισλανδία υπόκειται στις διατάξεις του ευρωπαϊκού συστήματος εγγύησης των καταθέσεων, οφείλει να αποζημιώσει το Λονδίνο και τη Χάγη, εφόσον οι κυβερνήσεις των δύο χωρών αποφάσισαν να αποζημιώσουν οι ίδιες σε πρώτη φάση τους πελάτες της Icesave στην επικράτειά τους.


Ο συνήθως γαλήνιος ισλανδικός λαός αφήνει να ξεσπάσει η οργή του. Τα κινήματα διαμαρτυρίας έχουν κύριο στόχο τους Χάαρντε και Οντσον, τους κομματάρχες του Κόμματος της Ανεξαρτησίας, καθώς και την υπουργό Εξωτερικών, Ινγκιμπγιορκ Γκισλαντότιρ (ΣΔΣ). Από τον Οκτώβριο του 2008 ώς τον Ιανουάριο του 2009, χιλιάδες άτομα συγκεντρώνονται κάθε Σάββατο απόγευμα στην κεντρική πλατεία του Ρέικιαβικ, αψηφώντας το κρύο. Οι διαδηλωτές σχηματίζουν μια ανθρώπινη αλυσίδα γύρω από το Κοινοβούλιο και βομβαρδίζουν το κτήριο με φρούτα και γιαούρτια. Απαιτούν την παραίτηση της κυβέρνησης.


ΟΙ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ


Τον Ιανουάριο του 2009 διαλύεται ο συνασπισμός του Κ.Α. και της ΣΔΣ. Μοναδικό παράδειγμα «αριστερής στροφής» σε μια χώρα που έχει πληγεί από τη διεθνή χρηματοοικονομική κρίση, συγκροτείται μια προσωρινή κυβέρνηση στην οποία συμμετέχουν σοσιαλδημοκράτες και το νεοεμφανιζόμενο και δημοφιλές Κίνημα Αριστερών-Πράσινων (ΚΑΠ). Στις εκλογές που πραγματοποιούνται τον Απρίλιο του 2009, το Κ.Α. καταλαμβάνει μονάχα 16 έδρες, παρά το γεγονός ότι ευνοείται από το εκλογικό σύστημα. Πρόκειται για τη χειρότερη εκλογική του επίδοση από το 1929.


Ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός βρίσκεται αμέσως αντιμέτωπος με το ζήτημα της πληρωμής του τεράστιου χρέους της Icesave στους Βρετανούς και στους Ολλανδούς: το ΔΝΤ το έχει θέσει ως όρο για τη χορήγηση βοήθειας. Η κυβέρνηση εξετάζει επίσης το ενδεχόμενο να υποβάλει η χώρα υποψηφιότητα για να γίνει πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της ζώνης του ευρώ. Επειτα από μακρές διαπραγματεύσεις, η κυβέρνηση παρουσιάζει, τον Οκτώβριο του 2009, στο Κοινοβούλιο τους όρους της συμφωνίας για το χρέος της Icesave: στο βρετανικό και στο ολλανδικό Δημόσιο θα καταβληθεί, την περίοδο 2016-2023, ποσό 5,5 δισ. δολαρίων (3,7 δισ. ευρώ), το οποίο αντιστοιχεί στο 50% του ισλανδικού ΑΕΠ.


Το ΚΑΠ σπαράσσεται από διαφωνίες. Η υπουργός Υγείας παραιτείται, ενώ πέντε βουλευτές του καταψηφίζουν την πρόταση της κυβέρνησης. Ο νόμος ψηφίζεται εκβιαστικά στις 30 Δεκεμβρίου του 2009, μέσα σε κλίμα γενικευμένης αποδοκιμασίας από την κοινωνία, το οποίο οδηγεί τον πρόεδρο, Ολαφουρ Γκρίμσον, να δηλώσει ότι δεν είναι διατεθειμένος να κυρώσει έναν νόμο ο οποίος έρχεται σε τόσο μεγάλη αντίθεση με το εθνικό αίσθημα. Στο δημοψήφισμα του Μαΐου του 2010, το 93% των ψηφοφόρων τάσσεται εναντίον της συμφωνίας για την Icesave, ενώ υπέρ τάσσεται το 2%. Ακόμα και οι ηγέτες της ΣΔΣ και του ΚΑΠ απέχουν από την ψηφοφορία. Στο Ρέικιαβικ, στις δημοτικές εκλογές του Μαΐου του 2010, οι σοσιαλδημοκράτες ξαναπέφτουν στο 19%, ενώ δήμαρχος εκλέγεται ένας κωμικός ηθοποιός. Τον Οκτώβριο, ξαναρχίζουν οι λαϊκές κινητοποιήσεις. Ο κυβερνητικός συνασπισμός ενδίδει και εξαγγέλλει την εκλογή μιας Συντακτικής Συνέλευσης, η οποία τελικά θα ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.


ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ


Το νέο σχέδιο συμφωνίας για την Icesave, για το οποίο ζητήθηκε η γνώμη του πληθυσμού τον περασμένο Απρίλιο, προέβλεπε την πληρωμή 4 δισ. δολαρίων (περίπου 2,7 δισ. ευρώ). Μετά το «όχι» των Ισλανδών, είναι πολύ πιθανό ότι η αντιδικία ανάμεσα στο Ρέικιαβικ και στο Λονδίνο και τη Χάγη θα οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη.


Η αναβολή των σημαντικότερων περικοπών στις δημόσιες δαπάνες για το 2011 επέτρεψε στην οικονομία της χώρας να πάρει μια ανάσα. Μέχρι τώρα, στην Ισλανδία έχει παρατηρηθεί μικρότερη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας σε σχέση με την Ιρλανδία, την Εσθονία και τη Λιθουανία, όπου εφαρμόζονται σχέδια σκληρής λιτότητας. Η ανεργία, η οποία ανερχόταν στο 2% το 2006, κυμαίνεται, από τις αρχές του 2009, μεταξύ 7% και 9%. Ομως, το κύμα της μετανάστευσης των Ισλανδών έχει φθάσει στο υψηλότερο επίπεδο από το 1889. Ταυτόχρονα, πολλοί Ευρωπαίοι που εργάζονταν στη χώρα -κυρίως Πολωνοί- επιστρέφουν τώρα στην πατρίδα τους. Επιπλέον, η κυβέρνηση των Σοσιαλδημοκρατών και των Πράσινων έχει εξαγγείλει μέτρα λιτότητας για το 2011. Οι περιφέρειες δεν διαθέτουν πλέον προϋπολογισμό ο οποίος να τους επιτρέπει τη δρομολόγηση νέων προγραμμάτων. Στα νοσοκομεία και στα σχολεία ο μισθοί μειώνονται κι αρχίζουν οι απολύσεις. Το πάγωμα των κατασχέσεων ακινήτων έληξε στα τέλη του 2010.


Η απόφαση που έλαβε στα τέλη του 2008 η κυβέρνηση συνασπισμού Κ.Α.-ΣΔΣ, να εγγυηθεί απεριόριστα τις καταθέσεις των Ισλανδών υπηκόων, αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του ασφυκτικού ελέγχου που ασκούσε στη χώρα η χρηματοοικονομική ελίτ. Η θέσπιση ενός ανώτατου ορίου εγγυημένων καταθέσεων, της τάξης των 5 εκατομμυρίων κορονών (περίπου 50.000 ευρώ), θα ήταν αρκετή για την προστασία του 95% των αποταμιευτών. Μόνο το 5% των πλουσιότερων Ισλανδών επωφελήθηκε από την απεριόριστη εγγύηση των καταθέσεων, η οποία επιβάρυνε σημαντικά τις δημόσιες δαπάνες. Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι το μικρό μέγεθος της Ισλανδίας θα είχε επιτρέψει να αποκαλυφθεί νωρίτερα η τύφλωση της κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, συνέβη το εντελώς αντίθετο. Πολύ νωρίς, ο Οντσον επιχείρησε να «ιδιωτικοποιήσει» την οικονομική ενημέρωση. Το Εθνικό Οικονομικό Ινστιτούτο, το οποίο φημιζόταν για την ανεξαρτησία του, το 2002 διαλύθηκε και η δημόσια διοίκηση επέλεξε να ενημερώνεται στο εξής προσφεύγοντας στα τμήματα οικονομικής ανάλυσης και έρευνας των… τραπεζών.


ΚΡΥΦΗ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΗ


Κι ένα ακόμα φαινόμενο εκπλήσσει, επίσης. Αρχικά, η διόγκωση της ισλανδικής φούσκας συνοδεύτηκε από τη δημοσίευση επικριτικών εκθέσεων, οι οποίες προέρχονταν κυρίως από την Κεντρική Τράπεζα. Ομως, το 2007 και το 2008, όταν η απειλή άρχισε να γίνεται σοβαρότερη, η κριτική -ακόμα κι εκείνη του ΔΝΤ- έγινε ηπιότερη. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι επίσημοι χρηματοοικονομικοί θεσμοί, οι τραπεζίτες και οι πολιτικοί ενήργησαν με βάση μια σιωπηλή, κρυφή συνεννόηση: η κατάσταση ήταν πια τόσο σοβαρή, ώστε αυτό που προείχε ήταν να μην γίνεται λόγος γι’ αυτή, έτσι ώστε να αποφευχθεί η πρόκληση ενός τραπεζικού πανικού.


Τον Οκτώβριο του 2010, το Κοινοβούλιο αποφάσισε την άσκηση δίωξης εναντίον του πρώην πρωθυπουργού Χάαρντε για παράβαση καθήκοντος. Ο μόνιμος γραμματέας Οικονομικών, Μπάλντουρ Γκούντλογκσον (πρώην μέλος της «Ατμομηχανής»), καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών για το αδίκημα της εσωτερικής πληροφόρησης, επειδή πούλησε, τον Σεπτέμβριο του 2008, τις μετοχές της Landsbanki που κατείχε, μερικές ημέρες μονάχα μετά τη συνάντησή του με τον βρετανό υπουργό Οικονομικών, Αλιστερ Ντάρλινγκ, κατά τη διάρκεια της οποίας συζητήθηκε το ζήτημα της τράπεζας.


Οσον αφορά τον Οντσον, αντί να υποχρεωθεί να λογοδοτήσει για τις πράξεις του, του προσφέρθηκε η θέση του αρχισυντάκτη της «Morgunbladid», της σημαντικότερης εφημερίδας του Ρέικιαβικ, απ’ όπου συντονίζει τον τρόπο με τον οποίο καλύπτεται ειδησεογραφικά η κρίση. Οπως παρατήρησε ένας σχολιαστής, το αντίστοιχο θα ήταν να διοριστεί ο Ρίτσαρντ Νίξον επικεφαλής της «Washington Post» την περίοδο του σκανδάλου του Γουότεργκεϊτ.


Πηγή: Ελευθεροτυπία
inprecor.gr